Αμνός
€12.00 €10.80
Το ποίημα είναι ικρίωμα.
Ο δήμιος περιμένει τον ποιητή.
Ο ποιητής περιμένει τον δήμιο.
Τα ποιήματα δεν γράφονται στη γλώσσα σου
γράφονται στη γλώσσα τους.
Το ποίημα είναι μια μοτοσικλέτα
που έρχεται διαρκώς από τον Πύργο.
Η ποίηση δεν αφήνει πίσω της αιχμαλώτους.
Δεν θα σε βρούνε·
τα ποιήματα κατέφαγαν τα ίχνη σου.
Διαθεσιμότητα: 2 σε απόθεμα
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική Ποίηση
Η ομορφιά των όπλων μας
Θωμάς Τσαλαπάτης€10.50€9.50Κέρασμα
Η άνοδός σου στην κορυφή του ποτηριού
προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα καλή φυσική κατάσταση.
Ειδικά σήμερα που η σελήνη έχει λόξιγκα
και τα νερά της παλίρροιας ανεβοκατεβαίνουν.
Δεν είναι μόνο το επικλινές της υπόθεσης·
δεν είναι καν η μονίμως υγρή επιφάνει που διαρκώς
ανανεώνεται.
Είναι κυρίως όσα προσπαθούν να πνιγούν εκεί μέσα.Κράτα σφιχτά την παλίρροια
Την ανάσα σου κράτα
Κατεβαίνω. - Ελληνική Ποίηση
Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα
Τάσος Λειβαδίτης€10.60€9.60«Έζησα μες στη ματαιότητα
και πάνω στον Ωκεανό…»«Όμως, ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
γιατί δεν πραγματοποιούνται τα ανθρώπινα όνειρα.»«Ώ ανεκπλήρωτο, που ακόμα κι όταν όλα μας εγκαταλείπουν εσύ αφήνεις έξω από την πόρτα μας
ένα μικρό γιασεμί.»«Ώσπου νύχτωνε και τ’ άστρα φώτιζαν σιγά σιγά
το ακατανόητο του κόσμου.» - Ελληνική Ποίηση
Πέραν
Γεωργουδής Παναγιώτης€10.00€9.00ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
Του Παναγιώτη ΓεωργουδήΑπό το σημείωμα για τη συλλογή του Βασίλη Βασιλικού.
Το επιχειρείν και το κερδίζειν απαρέμφατα φθοράς και διαφθοράς συντρίβουν το πρόσωπο του φιλοσοφείν- ?Ολα αυτά, μας προετοιμάζουν για την μεγάλη πανδαισία του “Πέραν”, όπου ο δεκαπεντασύλλαβος συναντά το άλλο μεγάλο ποίημα την “Αμοργό” και κει ξεφαντώνει το γλέντι. Δροσιά ελπίδας, ανακούφιση, άλλος αγέρας φύσηξε στα καπνισμένα πνευμόνια μου, είμαι στη Θάσο, το γενέθλιο νησί, και μ` ανεβάσατε στο Υψάριον Όρος στον Ταΰγετο, στον Ψηλορείτη.
Εύγε σας και πολλά- πολλά πάλι χρόνια σας πολλά.
Με αγάπη
Βασίλης Βασιλικός - Ελληνική Ποίηση
Αντιγόνη, μια κόρη μια χώρα
Ανδριτσάνου Ευαγγελία€11.50€10.50
ήταν εκείνο το στροβίλισμα
η ζωή έμοιαζε εύκολη γελοία ρευστή
αμέτρητα ζευγάρια πόδια χάραζαν
πλέγματα από φιγούρες ξέφρενες
χωρίς αρχή
χωρίς τέλος
χωρίς τελειωμό
και τα θύματα του χορού
οι σπρωγμένοι οι πατημένοι
οι διαμελισμένοι
σκόνη ψιλή που κατακάθιζε στις γωνίες
Η καρδιά μου φτερούγιζε κάθε ώρα
σαν πουλί πιασμένο που ψάχνει να ξεφύγει
έτρεχα να κρυφτώ σε σκοτεινά δωμάτια
σε τραβούσα απ’ το χέρι
πώς να με καταλάβεις
η διέγερση είναι το στοιχείο σου
ήθελες να με σύρεις πάλι πίσω
το ίδιο κι η αδελφή μου
μεταξύ σας ματιές γεμάτες νόημα
– Δεν ξέρεις να χαίρεσαι, ΑντιγόνηΟ Πατέρας στο υπόγειο
στον τόπο της αυτοτιμωρίας του
– Φύγε μακριά!
ούρλιαζε όταν πλησίαζα
πετούσε καταπάνω μου
το πιάτο του μ’ ό,τι είχε μέσα
τον έπιανε βήχας, πνιγόταν
προτιμούσε να μείνει στον τόπο
παρά να πιει απ’ το χέρι μου νερό
Η Μητέρα τον είχε εγκαταλείψει
οριστικά