Τρία μουστάκια
€14.70 €13.20
Μαύρο άνθος του 19ου αιώνα, ο μηδενισμός άφησε μεγάλα έργα και ενέπνευσε μύθους και αφηγήσεις. Υπάρχει γερμανική εκδοχή του μηδενισμού, ρωσική και εν γένει ευρωπαϊκή. Με τους δύο παγκόσμιους πολέμους και μια σειρά επαναστάσεων και κοινωνικών κινημάτων, μπορούμε να πούμε ότι ο «ευρωπαϊκός μηδενισμός» επαλήθευσε εξαμβλωματικά τις νιτσεϊκές και λοιπές προφητείες. Το μηδέν αποδείχθηκε ιστορικός και μεταφυσικός γρίφος. Επιτέμνοντας εδώ τις προφητείες του Νίτσε, του Μαλλαρμέ και του Χάιντεγκερ, και χωρίς να έχουμε προθέσεις ιστορικής παρουσίασης, προσπαθούμε απλώς να δείξουμε τα όρια κάποιων περιώνυμων φιλοσοφικών οιωνών.
Σχετικά προϊόντα
- Σύγχρονη Φιλοσοφία
Το Πάθος για την αλήθεια
Friedrich Nietzsche€7.00€6.30Να κ’ η περίπτωση του Ηράκλειτου, που αποτραβήχτηκε στις ελεύθερες εκτάσεις και στα περιστύλια του τεράστιου ναού της Αρτέμιδας: τούτη η “έρημος” ήταν, οπωσδήποτε, πιο άξια – τ’ ομολογώ! Γιατί να μην υπάρχουν και για μας τέτοιοι ναοί; (Χμ, ίσως και να υπάρχουν. Να, μου έρχεται τώρα δα στο νου τ’ ωραιότερο δωμάτιο εργασίας που είχα ποτέ, στην Piazza di San Marco, άνοιξη, δέκα με δώδεκα το πρωί) Ωστόσο, κι ο Ηράκλειτος απέφευγε αυτό που κ’ εμείς αποφεύγουμε σήμερα: το θόρυβο και τη φλυαρία των Εφεσίων, τη δημοκρατία τους, τις πολιτικές αθλιότητες τους, τα νεώτερα κατορθώματα της “αυτοκρατορίας” (της περσικής – με εννοείτε), όλη τη βρομερή πραμάτεια του “σήμερα”, γιατί εμείς οι φιλόσοφοι χρειαζόμαστε πάνω απ’ όλα μια συγκεκριμένη ησυχία: χρειαζόμαστε ανάπαυση απ’ το “σήμερα”.
- Σύγχρονη Φιλοσοφία
Αισθητικότητα και νους
Helmuth PlessnerΣυμβολή στη φιλοσοφία της μουσικής€12.00€10.80Στις ιδιωτικές του συζητήσεις ο Χέλμουτ Πλέσνερ συνήθιζε να χαρακτηρίζει τη μουσική ως summum humanum, ανθρώπινη κορύφωση, αναγνωρίζοντας τη θεμελιώδη σημασία της τέχνης αυτής για τη φιλοσοφική ανθρωπολογία και βλέποντας σε αυτήν το κλειδί για την επίλυση αισθητικών και φιλοσοφικών προβλημάτων.
Στην αμιγώς ενόργανη, «καθαρή» μουσική, όπως την αποκαλεί, σε μια μουσική που μπορεί να σταθεί ως τέχνη χωρίς εικόνες και λέξεις, τον ελκύει εκείνη η μοναδική συγχώνευση νοήματος και ήχου, νου και αισθητικότητας, που δείχνει να διαψεύδει τον καρτεσιανό δυισμό στην πράξη. Το να συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο στην επικράτεια μιας αίσθησης, της ακοής, ωθεί τον Πλέσνερ στην αναζήτηση κάτι αντίστοιχου και στην επικράτεια της όρασης. Ανακαλύπτοντάς το στην ευκλείδεια γεωμετρία, στις έμπλεες νοήματος κατασκευές της οποίας συντελείται η ίδια συγχώνευση νου και αισθητικότητας, ο Πλέσνερ είναι βέβαιος πως μεταξύ νου, αισθητικότητας και σωματικής κίνησης –γιατί τέτοιες είναι η μουσική και η ένσκοπη πράξη με τη λανθάνουσα γεωμετρία της– υπάρχουν δομικές αντιστοιχίες τις οποίες η φιλοσοφία δεν μπορεί να αγνοεί.
- Φιλοσοφία
Το αδιανόητο τίποτα.
Στέλιος Ράμφος«Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών» είναι η φημισμένη ανθολογία ασκητικών κειμένων, που οργώνει αμέσως ή εμμέσως της συνειδήσεως των ορθοδόξων χριστιανών τους τελευταίους δύο και πλέον αιώνες. Δεν είναι έργο με αναφορά το παρελθόν. Μέσα από τις σελίδες της ενάγει ο δρόμος για να κατανοήσουμε δυσνόητα χαρακτηριστικά του συλλογικού μας προσώπου μαζί με καθοριστικές ιδέες και αξίες μας. Μας δίνει την δυνατότητα να θεμελιώσουμε επιστημονικά μια νεοελληνική ανθρωπολογία, που οδυνηρά μας λείπει, δημιουργώντας μόνιμη κρίση πολιτισμού. Μέσα από «Το Αδιανόητο Τίποτα» ο Στέλιος Ράμφος ερμηνεύει τα αντιπροσωπευτικότερα κείμενα της Φιλοκαλίας και τα συνδέει με μεγάλα προβλήματα του σύγχρονου πολιτισμού
- Παλαιά-Μεταχειρισμένα
Ρολάν Μπαρτ απο τον Ρ. Μπ.
Roland Barthes€10.00έκδοση του 1977
Να, για ν’ αρχίσουμε, μερικές εικόνες: είναι το μερίδιο της τέρψης που ο συγγραφέας προσφέρει στον εαυτό του τελειώνοντας το βιβλίο του. Πρόκειται για μια τέρψη γοητείας (και κατά συνέπεια αρκετά εγωιστική). Έχω κρατήσει μόνο τις εικόνες που με συγκλονίζουν, χωρίς να ξέρω το γιατί (η άγνοια αυτή είναι χαρακτηριστικό της γοητείας, κι ό,τι πω για κάθε εικόνα δεν θα είναι παρά φανταστικό).
Ωστόσο, θα πρέπει να το παραδεχτώ, μόνον οι εικόνες της νιότης μου με γοητεύουν. Η νιότη μου δεν ήταν δυστυχισμένη, κι αυτό χάρη στη στοργή που με περιέβαλλε. Ήταν όμως αρκετά άχαρη, εξαιτίας της μοναξιάς και της υλικής σφίξης. Δεν είναι λοιπόν η νοσταλγία κάποιας ευτυχισμένης εποχής που με κάνει να στέκομαι μαγεμένος μπροστά σ’ αυτές τις φωτογραφίες, αλλά κάτι πιο συγκεχυμένο.
Όταν ο ρεμβασμός (η έκπληξη) συνθέτει την εικόνα σαν κάτι το ξεχωριστό, όταν τη μετατρέπει σε αντικείμενο μιας άμεσης απόλαυσης, δεν έχει πια καμιά σχέση με τη σκέψη -ακόμα κι αν αυτή είναι ονειροπόλα- μιας ταυτότητας. Ταράζεται και μαγεύεται από ένα όραμα που δεν είναι καθόλου μορφολογικό (δεν μοιάζω ποτέ με τον εαυτό μου), αλλά μάλλον οργανικό. Καθώς περικλείνει όλο το γονεϊκό πεδίο, η εναλλαγή των εικόνων δρα σαν ένα μέντιουμ και με βάζει σ’ επαφή με το «Εκείνο» του σώματός μου. Γεννά μέσα μου κάτι σαν χαύνο όνειρο, που οι ενότητές του είναι δόντια, μαλλιά, μύτη, λιγνάδα, γάμπες με κάλτσες μακριές, που δεν είναι δικές μου, χωρίς όμως και να ανήκουν σε κανέναν άλλον εκτός από μένα: να με λοιπόν σε κατάσταση ανησυχητικής οικειότητας: βλέπω τη ρωγμή του υποκειμένου (εκείνο ακριβώς για το οποίο το ίδιο το υποκείμενο δεν μπορεί να πει τίποτε). Έτσι η φωτογραφία της νιότης είναι συγχρόνως πολύ αδιάκριτη (είναι το μέσα σώμα μου που παραδίδεται για ανάγνωση) και πολύ διακριτική (δεν μιλάει για «μένα»).
Δεν πρόκειται, επομένως, να βρούμε εδώ παρά μόνο τις εικονίσεις μιας προϊστορίας του σώματος -ανακατεμένες με το οικογενειακό μυθιστόρημα- του σώματος αυτού που πορεύεται προς την εργασία, την απόλαυση της γραφής.