Το βραχιόλι της φωτιάς
€16.00 €14.40
Το δραματικό οδοιπορικό μιας εβραϊκής οικογένειας στις ζοφερές στιγμές του εικοστού αιώνα.
Το χρονικό μιας κοινωνίας που συντρίβεται και αναφύεται μέσα από τα ερείπιά της. Η θυελλώδης ιστορία του μικρού Ιωσήφ, όπως την καταγράφει ένα νυχτερινό παραμύθι: Θεσσαλονίκη, 1917.
Οι φλόγες ζώνουν την εβραϊκή συνοικία. Η Μπενούτα με τα παιδιά της βρίσκονται στο σπίτι.
Ένας Τσιγγάνος, ο Αγγελής, τους διασώζει την τελευταία στιγμή. Τους μεταφέρει στον καταυλισμό του, μακριά απ’ τον όλεθρο. Μεγάλο μέρος της πόλης καταστρέφεται. Ένα πολύτιμο κόσμημα σώζεται.
Ένα κειμήλιο που συνδέει ανθρώπους και γεγονότα.
Εβραίους και Τσιγγάνους. Δυο λαούς με διαφορετική κοσμοαντίληψη αλλά με πεπρωμένο κοινό. Πόλεμος, ναζιστική θηριωδία, Άουσβιτς. Οι σκληρές σελίδες του Ολοκαυτώματος. Η οδύσσεια ενός βραχιολιού.
Διαθεσιμότητα: Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική πεζογραφία
Το Κρασί των Δειλών
Λουντέμης Μενέλαος€10.00Εκδόσεις Δωρικός 1966
Ποινή μου εκατό τα εκατό θα ‘ναι ο θάνατος.
Θα μπορούσα να κάνω όχι ένα μέτρο πίσω, αλλά ένα εκατοστό… και θα γλίτωνα.
Αλλά τότε τι θα μου μείνει Βόβα;
Βόβα… αν το ιδανικό μας ήταν τόσο φτηνό που να μπορούσε να το εγκαταλείψει ο άνθρωπος τόσο εύκολα τότε τι ιδανικό θα ήταν;
Εδώ μια ποδοσφαιρική ομάδα εγκαταλείπεις και σε περιφρονούν.
Πώς μπορείς να εγκαταλείψεις ολόκληρο ”πιστεύω”;
Όχι, Βόβα. Θα πεθάνουμε και μεις γι’ αυτό το ιδανικό, για να το κάνουμε ακόμη πιο ακριβό.
Τόσο ακριβό που να αποφασίσουν να πεθάνουν κι άλλοι άνθρωποι για χάρη του.
Και τότε θα γίνει τέλειο… - Ελληνική πεζογραφία
Βάρδια
Νίκος Καββαδίας€17.00€15.30Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, (1910-1975), έγινε πολύ νωρίς γνωστός στην Ελλάδα με την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Μαραμπο», που εκδόθηκε το 1933 και που για καιρό πλήθος ναυτικοί την ήξεραν απέξω. Διατήρησε σ’ όλη του τη ζωή το παρωνύμιο «Μαραμπού» – το όνομα του κακοσήμαδου και καταραμένου πουλιού που είχε διαλέξει στα είκοσί του χρόνια για να συμβολίσει τον εαυτό του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο λόγος, για τον οποίο δημοσίευσε τη «Βάρδια», το 1954, προτού σωπάσει για είκοσι χρόνια, ήταν να εξερευνήσει ένα νέο εκφραστικό τρόπο. Ονειρεύτηκε εν συνεχεία -ή καμώθηκε πως ονειρεύτηκε- να γράψει απομνημονεύματα. «Μα θα με σκοτώσουν αν τα διηγηθώ όλα», συνήθιζε να λέει. Στην πραγματικότητα, η ίδια η «Βάρδια» ήταν μυθιστόρημα, ποίημα και αναμνήσεις συγχρόνως. Μέσα στο βιβλίο υπάρχει καταρχάς η ιστορία ενός ταξιδιού. Στη θάλασσα της Κίνας, ένα παμπάλαιο φορτηγό, σαραβαλιασμένο -ένα από κείνα τα σαπιοκάραβα που είχαν ήδη πουληθεί για παλιοσίδερα και που οι έλληνες εφοπλιστές τα πήγαιναν για επιδιόρθωση στο Ρότερνταμ και ύστερα τά ‘βαζαν να γυρίζουν τις θάλασσες για χρόνια ακόμα- έχει βάλει πλώρη για το Σαντούν. Αλλά το ουσιώδες έγκειται στις συνομιλίες. Σ’ αυτές ακριβώς θεμελιώνεται το έργο. Στις ατελείωτες ώρες της βάρδιας, οι ναυτικοί -ο θερμαστής, ο καπετάνιος ή ο ασυρματιστής, όπως ήταν ο συγγραφέας- αναμασούν από κοινού την κατάστασή τους. Τη ζωή τους την αντιλαμβάνονται ως κατάρα, αλλά μια κατάρα που την αποδέχονται και την επιζητούν: δεν υπάρχει γι’ αυτούς χειρότερη δυστυχία από τη ζωή στη στεριά, την αναγκαστική αργία, την αποχώρηση που τους θάβουν ζωντανούς. Υπάρχει μια παράδοξη διαλεκτική αγάπης και μίσους, δυσπιστίας και συνενοχής ανάμεσα σ’ αυτούς τους ναυτικούς και το πλοίο τους: αιχμάλωτοι και ξεριζωμένοι μαζί, απεχθάνονται καθετί που θα μπορούσε να τους ελευθερώσει, να σταματήσει την πορεία τους. Μέσω των συζητήσεών τους εισάγονται στην αφήγηση ανέκδοτα και αναμνήσεις – μια ολόκληρη σειρά από ιστορίες, εκτεταμένες ή σύντομες, κωμικές ή φρικιαστικές, πάντα συναρπαστικές, που συνιστούν ένα δεύτερο πλάνο του έργου. Τις πιο μακριές αφηγήσεις τις κάνει ο ασυρματιστής που εκπροσωπεί σαφώς το συγγραφέα και εξάλλου ονομάζεται Νικόλας, όπως εκείνος. Όταν η αφήγηση περνάει στο πρώτο πρόσωπο, περίπου στη μέση του βιβλίου, το μυθιστόρημα φτάνει στην αρτίωσή του. Με το τέχνασμα αυτό αποκτά, πρώτα πρώτα, μια λυρική διάσταση: ένα πλήθος από ονειροπολήσεις ή φαντασιώσεις εκφράζονται, μέσω αληθινών ποιημάτων, σε πρόζα. Αλλά κυρίως το μυθιστόρημα παίρνει τώρα οριστικά ένα χαρακτήρα εξομολόγησης. Εξάλλου, όλες οι αφηγήσεις των ναυτικών είναι επίσης εξομολογήσεις, που αποσπώνται από χείλη που μοιάζουν να μη θέλουν να τις κάνουν. Οι εξομολογήσεις του ασυρματιστή, που είτε τραβούν σε μάκρος είτε, εντελώς αντίθετα, κομματιάζονται και ολοκληρώνονται στα κλεφτά, με αποσπάσματα στη μέση άλλων αφηγήσεων, κυριαρχούν στο έργο. Ένα αίσθημα ενοχής τεράστιο, εμετικό, αφόρητο αναδίδεται απ’ αυτές: «Ό,τι αγγίζω σαπίζει. Δεν πεθαίνει, σαπίζει». Μέσα σ’ ένα κλίμα συντέλειας του κόσμου, η πατρίδα – Ανατολή δεν επιφυλάσσει στον ταξιδιώτη παρά το θέαμα της ερήμωσης, της πορνείας, της σύφιλης και του θανάτου – καθρέφτη αψευδούς της σήψης του παρελθόντος που έχει μόλις βγει στην επιφάνεια, ακολουθώντας το νήμα των αναμνήσεων. Σ’ αυτό τον τόπο καταγωγής δεν μπορούν καν ν’ αράξουν. Ο αιώνιος πλάνης δεν έχει το δικαίωμα της επιστροφής. Περιπέτεια ξεχωριστή, εξωτική, φαντασμαγορία με χίλια χρώματα, πότε ποιητική, πότε άσεμνη, πότε παραληρηματική. Μα σίγουρα κι ακόμα πιο πολύ, εικόνα πιθανή, εικόνα πολύ αληθοφανής της άχαρης μοίρας μας.
- Ελληνική πεζογραφία
Λούνικ ΙΙ
Βασίλης Βασιλικός€4.00εκδόσεις Πλειάς 1974
σχεδιασμός κουβερτούρας: Αλέκος Φασιανός
υπογραμμισμένο
- Ελληνική πεζογραφία
Πότε διάβολος πότε άγγελος
Ακρίβος Κώστας€15.50€14.00Ένας άντρας μεγαλώνει, ζει και πεθαίνει χωρίς ποτέ να μάθει ποιος ήταν ο πατέρας του – ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ένας άλλος θα περάσει όλη του τη ζωή αγαπώντας λάθος άνθρωπο για πατέρα – Μήτρος Αγραφιώτης το όνομά του. Οι δρόμοι τους θα συναντηθούν στα αίματα και στις θυσίες της επανάστασης του ΄21. Τους ενώνει ο πόθος για την ελευθερία της πατρίδας, αλλά και κάτι βαθύτερο που ο ένας το αγνοεί και ο άλλος το αποσιωπά επίτηδες.
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν πια εκείνο που έχει μείνει απ΄ όλα αυτά είναι ένα αμήχανο αίσθημα ευγνωμοσύνης, το ερώτημα συνεχίζει να βασανίζει τον αφηγητή από την παιδική του ακόμη ηλικία: ήρωας γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Τότε είχε αντικρίσει έναν αχαμνό άντρα που σερνόταν μες στην κάμαρα φορώντας ένα λερό κίτρινο κεφαλομάντιλο που έπεφτε στο πλάι του προσώπου του και έδινε στη χλωμή φυσιογνωμία του μια διαβολική έκφραση. Και όμως, αυτός ο άντρας, καταπώς θα γράψει χρόνια αργότερα στα Απομνημονεύματά του ο γιατρός, παρά την ανημποριά του, κάθε τόσο πεταγόταν από το στρώμα του και καβαλούσε το άλογο με τέτοια ορμή, που θα κάνει τον Μίλινγκεν να ομολογήσει: «Τι θαυμαστή επίδραση έχει κάποτε το πάθος επάνω στο κορμί!».