Τα Σχόλια του Τρίτου
€17.70 €16.00
Η διαχρονική συλλογή των ιστορικών «σχολίων» του Μάνου Χατζιδάκι, που μεταδόθηκαν από το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας την περίοδο που διετέλεσε διευθυντής του από τον Μάιο του 1978 μέχρι τον Απρίλιο του 1980.
Με σπάνια κριτική διαύγεια και ευαισθησία και με αφορμή την επικαιρότητα της εποχής, ο συνθέτης ανατέμνει χειρουργικά το πολύπλοκο φαινόμενο του «Νεοελληνισμού» τολμώντας να κατονομάσει δημόσια τις βαθιές του παθογένειες.
Τα μοναδικά αυτά ντοκουμέντα αποκρυσταλλώνουν με τον πιο καίριο και καλαίσθητο τρόπο την πολιτική συγκρότηση, την ιδιοφυή σκέψη και κυρίως την αδιαπραγμάτευτη δημοκρατικότητα του σπουδαίου δημιουργού και πολίτη.
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική πεζογραφία
Πότε διάβολος πότε άγγελος
Ακρίβος Κώστας€15.50€14.00Ένας άντρας μεγαλώνει, ζει και πεθαίνει χωρίς ποτέ να μάθει ποιος ήταν ο πατέρας του – ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ένας άλλος θα περάσει όλη του τη ζωή αγαπώντας λάθος άνθρωπο για πατέρα – Μήτρος Αγραφιώτης το όνομά του. Οι δρόμοι τους θα συναντηθούν στα αίματα και στις θυσίες της επανάστασης του ΄21. Τους ενώνει ο πόθος για την ελευθερία της πατρίδας, αλλά και κάτι βαθύτερο που ο ένας το αγνοεί και ο άλλος το αποσιωπά επίτηδες.
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν πια εκείνο που έχει μείνει απ΄ όλα αυτά είναι ένα αμήχανο αίσθημα ευγνωμοσύνης, το ερώτημα συνεχίζει να βασανίζει τον αφηγητή από την παιδική του ακόμη ηλικία: ήρωας γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Τότε είχε αντικρίσει έναν αχαμνό άντρα που σερνόταν μες στην κάμαρα φορώντας ένα λερό κίτρινο κεφαλομάντιλο που έπεφτε στο πλάι του προσώπου του και έδινε στη χλωμή φυσιογνωμία του μια διαβολική έκφραση. Και όμως, αυτός ο άντρας, καταπώς θα γράψει χρόνια αργότερα στα Απομνημονεύματά του ο γιατρός, παρά την ανημποριά του, κάθε τόσο πεταγόταν από το στρώμα του και καβαλούσε το άλογο με τέτοια ορμή, που θα κάνει τον Μίλινγκεν να ομολογήσει: «Τι θαυμαστή επίδραση έχει κάποτε το πάθος επάνω στο κορμί!».
- Ελληνική πεζογραφία
Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη
Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος€10.00€9.00ΜΕ ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΤΟΥ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ, ο συγγραφέας τείνει να αναπλάσει έναν κόσμο οριστικά χαμένο και γι᾽ αυτό ίσως βαθιά νοσταλγημένο. Είναι ο κόσμος της εφηβείας του, με τους τοπικούς και χρονικούς προσδιορισμούς του, που του προσδίδουν το ιδιάζον χρώμα του. Η μικρή επαρχιακή γενέτειρα, με τους μυροβόλους κήπους της και τους συγκινητικά γλαφυρούς χαρακτήρες της, στα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής, ή λίγο πριν λίγο μετά. Όταν, με δυο λόγια, ο συγγραφέας, γεννημένος στον Πύργο της Ηλείας το 1930, ήταν παιδί, έφηβος, νέος. Ο συγγραφέας δεν κάνει τίποτε για να αποκρύψει το αυτοβιογραφικό στοιχείο των ιστοριών του – για να παραπλανήσει, ενδεχομένως, τον αναγνώστη του εις ό,τι αφορά στο επινοημένο. […] Το συγγραφικό εγώ, χωρίς να παρεμβαίνει ανοιχτά μέσα στη διήγηση, μεταγγίζει στη ματιά του αφηγητή τη δική του πείρα ζωής, ακόμη και τη φθορά του. Και από αυτή τη δυσδιάκριτη σύγκλιση των οπτικών γωνιών, κατά τη γνώμη μου, προκύπτει ο χαρακτηριστικός τόνος των διηγήσεων του Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλου, ένα κράμα τρυφερότητας και ειρωνείας, δραματικότητας και χιούμορ, εξωραϊστικού λυρισμού και διακριτικά κριτικής στάσης […].
ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ
- Ελληνική πεζογραφία
Η πόλη που δεν ήθελα να θυμάμαι το όνομά της
Γιώργος Φιορέντζης€14.80€13.30Με αφορμή ένα reunion 30 χρόνια μετά, θα επιστρέψει πίσω στην πόλη που μεγάλωσε. Εκεί θα μπει σε μία ιδιότυπη μηχανή του χρόνου και θα ξεκινήσει ένα ταξίδι στο χρόνο με μικρές αυτοτελείς ιστορίες που όλες όμως συνδέονται κάπως μεταξύ τους.
Το ταξίδι ξεκινάει στην πλατεία των Λιονταριών, που υπάρχουν χυμένες κολόνιες στο δρόμο και πειρατικά καράβια, πετάγεται για λίγο στην Παλαιόχωρα και στον Μακρύ Γιαλό που πέφτει από μπαλκόνια, ταξιδεύει με τα παλιά πλοία της Κρήτης, ακούει ραδιοφωνικό θέατρο σε μια μικρή αποθήκη κάπου κοντά στον Άγιο Μηνά, ξεσαλώνει στην παλιά «Αθηνά», πάει στο Ανωγειανό Δημοτικό και στο 2ο Γενικό Γυμνάσιο και Λύκειο. Βλέπει πεθαμένους νεκροθάφτες που τον βρίζουν, φλερτάρει με όμορφα φαντάσματα σε πάρτι, γνωρίζει τα σινεμά της πόλης, βλέπει πλοία – φαντάσματα στον Άγιο Νικόλαο και ακούει ριζίτικα σε χασαποταβέρνες.
Πριν χαθεί σε ένα δάσος κάπου στη Μακεδονία, περνάει μια βόλτα από το «Καφεθέατρο», τρώει ζεστές καραμέλες μέντες στο Καμαράκι και βλέπει πεθαμένους αρχιεπίσκοπους να κουνιούνται στον Άγιο Μηνά. Τέλος παίρνει ένα παλιό ταξί Opel Record και γυρίζει πίσω στις 23 Μαΐου του 1941, την ώρα των βομβαρδισμών από τους Γερμανούς, παίρνει μέρος σε μάχες με τους Τούρκους σε μοναστήρια – φρούρια στο Πετροκεφάλι, ακούει Carmen στο γυμναστήριο του Τσακιρίδη και καταλήγει στο ξενοδοχείο του…
…την Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου του 2019 λίγο πριν τις 9 το βράδυ. Λίγο πριν το ραντεβού του δηλαδή με παλιούς φίλους που έχει να δει 30 χρόνια.
- Ελληνική πεζογραφία
Βάρδια
Νίκος Καββαδίας€17.00€15.30Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, (1910-1975), έγινε πολύ νωρίς γνωστός στην Ελλάδα με την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Μαραμπο», που εκδόθηκε το 1933 και που για καιρό πλήθος ναυτικοί την ήξεραν απέξω. Διατήρησε σ’ όλη του τη ζωή το παρωνύμιο «Μαραμπού» – το όνομα του κακοσήμαδου και καταραμένου πουλιού που είχε διαλέξει στα είκοσί του χρόνια για να συμβολίσει τον εαυτό του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο λόγος, για τον οποίο δημοσίευσε τη «Βάρδια», το 1954, προτού σωπάσει για είκοσι χρόνια, ήταν να εξερευνήσει ένα νέο εκφραστικό τρόπο. Ονειρεύτηκε εν συνεχεία -ή καμώθηκε πως ονειρεύτηκε- να γράψει απομνημονεύματα. «Μα θα με σκοτώσουν αν τα διηγηθώ όλα», συνήθιζε να λέει. Στην πραγματικότητα, η ίδια η «Βάρδια» ήταν μυθιστόρημα, ποίημα και αναμνήσεις συγχρόνως. Μέσα στο βιβλίο υπάρχει καταρχάς η ιστορία ενός ταξιδιού. Στη θάλασσα της Κίνας, ένα παμπάλαιο φορτηγό, σαραβαλιασμένο -ένα από κείνα τα σαπιοκάραβα που είχαν ήδη πουληθεί για παλιοσίδερα και που οι έλληνες εφοπλιστές τα πήγαιναν για επιδιόρθωση στο Ρότερνταμ και ύστερα τά ‘βαζαν να γυρίζουν τις θάλασσες για χρόνια ακόμα- έχει βάλει πλώρη για το Σαντούν. Αλλά το ουσιώδες έγκειται στις συνομιλίες. Σ’ αυτές ακριβώς θεμελιώνεται το έργο. Στις ατελείωτες ώρες της βάρδιας, οι ναυτικοί -ο θερμαστής, ο καπετάνιος ή ο ασυρματιστής, όπως ήταν ο συγγραφέας- αναμασούν από κοινού την κατάστασή τους. Τη ζωή τους την αντιλαμβάνονται ως κατάρα, αλλά μια κατάρα που την αποδέχονται και την επιζητούν: δεν υπάρχει γι’ αυτούς χειρότερη δυστυχία από τη ζωή στη στεριά, την αναγκαστική αργία, την αποχώρηση που τους θάβουν ζωντανούς. Υπάρχει μια παράδοξη διαλεκτική αγάπης και μίσους, δυσπιστίας και συνενοχής ανάμεσα σ’ αυτούς τους ναυτικούς και το πλοίο τους: αιχμάλωτοι και ξεριζωμένοι μαζί, απεχθάνονται καθετί που θα μπορούσε να τους ελευθερώσει, να σταματήσει την πορεία τους. Μέσω των συζητήσεών τους εισάγονται στην αφήγηση ανέκδοτα και αναμνήσεις – μια ολόκληρη σειρά από ιστορίες, εκτεταμένες ή σύντομες, κωμικές ή φρικιαστικές, πάντα συναρπαστικές, που συνιστούν ένα δεύτερο πλάνο του έργου. Τις πιο μακριές αφηγήσεις τις κάνει ο ασυρματιστής που εκπροσωπεί σαφώς το συγγραφέα και εξάλλου ονομάζεται Νικόλας, όπως εκείνος. Όταν η αφήγηση περνάει στο πρώτο πρόσωπο, περίπου στη μέση του βιβλίου, το μυθιστόρημα φτάνει στην αρτίωσή του. Με το τέχνασμα αυτό αποκτά, πρώτα πρώτα, μια λυρική διάσταση: ένα πλήθος από ονειροπολήσεις ή φαντασιώσεις εκφράζονται, μέσω αληθινών ποιημάτων, σε πρόζα. Αλλά κυρίως το μυθιστόρημα παίρνει τώρα οριστικά ένα χαρακτήρα εξομολόγησης. Εξάλλου, όλες οι αφηγήσεις των ναυτικών είναι επίσης εξομολογήσεις, που αποσπώνται από χείλη που μοιάζουν να μη θέλουν να τις κάνουν. Οι εξομολογήσεις του ασυρματιστή, που είτε τραβούν σε μάκρος είτε, εντελώς αντίθετα, κομματιάζονται και ολοκληρώνονται στα κλεφτά, με αποσπάσματα στη μέση άλλων αφηγήσεων, κυριαρχούν στο έργο. Ένα αίσθημα ενοχής τεράστιο, εμετικό, αφόρητο αναδίδεται απ’ αυτές: «Ό,τι αγγίζω σαπίζει. Δεν πεθαίνει, σαπίζει». Μέσα σ’ ένα κλίμα συντέλειας του κόσμου, η πατρίδα – Ανατολή δεν επιφυλάσσει στον ταξιδιώτη παρά το θέαμα της ερήμωσης, της πορνείας, της σύφιλης και του θανάτου – καθρέφτη αψευδούς της σήψης του παρελθόντος που έχει μόλις βγει στην επιφάνεια, ακολουθώντας το νήμα των αναμνήσεων. Σ’ αυτό τον τόπο καταγωγής δεν μπορούν καν ν’ αράξουν. Ο αιώνιος πλάνης δεν έχει το δικαίωμα της επιστροφής. Περιπέτεια ξεχωριστή, εξωτική, φαντασμαγορία με χίλια χρώματα, πότε ποιητική, πότε άσεμνη, πότε παραληρηματική. Μα σίγουρα κι ακόμα πιο πολύ, εικόνα πιθανή, εικόνα πολύ αληθοφανής της άχαρης μοίρας μας.