Στον κήπο του Αγαπημένου
€8.50 €7.70
Ο Ρουμί και πάλι αναζητά τον Έρωτα. Μέσα από ένα χείμαρρο λέξεων, μεταφορών, εικόνων και παρομοιώσεων. Εξουδετερώνοντας τη λογική με το βίωμα, τα αισθήματα με την εμπειρία, το ζητούμενο -που είναι πάντα ο Έρωτας- θριαμβεύει με τη δύναμη της Αγάπης. Το σώμα σου είναι η ρόδα του μύλου και η αγάπη είναι το νερό. Έχεις δει ποτέ τη ρόδα του μύλου να γυρίζει χωρίς νερό;
Διαθεσιμότητα: Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας
Σχετικά προϊόντα
- Ξενόγλωσση
Γλωσσικό πλέγμα
Celan Paul€12.00€10.80“Η ομιλία είναι εξ υπαρχής διαλογική, απευθύνεται αυθόρμητα σε ένα Εσύ, αλλά η αδυναμία επικοινωνίας είναι επίσης μια πραγματικότητα: είμαστε αναγκασμένοι να συνομιλούμε μέσω γλωσσικών πλεγμάτων, η ίδια η γλώσσα είναι ένα πλέγμα. Ίσως μόνον με αυτόν τον ατελή τρόπο να είναι δυνατή μια συνομιλία”. (Alfred Kelletat, Accesus zu Celans “Sprachgitter”, 1966) Όταν ένας Γάλλος μεταφραστής ρώτησε τον Τσέλαν ποιον δρόμο έπρεπε να ακολουθήσει για να αποκρυπτογραφήσει και να κατανοήσει το έργο του, εκείνος του απάντησε: “Μην μπαίνετε προς το παρόν στον κόπο να κατανοήσετε· να διαβάζετε και να ξαναδιαβάζετε και τότε το ποίημα θα ανοιχθεί από μόνο του”. Με το “Γλωσσικό πλέγμα” ο Τσέλαν πραγματοποιεί μια στροφή προς μια πιο “γκρίζα γλώσσα”. Το ποίημα, και κατ’ επέκταση ολόκληρη η ποιητική συλλογή, εμφανίζεται ως ένα γλωσσικό πλέγμα, όμοιο με το κρυσταλλικό πλέγμα, με διάκενα τα οποία αποτελούν αναπόσπαστα μέρη της συνολικής δομής και αφήνουν χώρο για μια συνάντηση με τον Άλλον. “Η μορφή του ποιήματος”, λέει ο Τσέλαν, “δεν είναι εδώ και πολύ καιρό πια μόνον οι στίχοι και οι στροφές του […], ένας μεγαλύτερος λευκός χώρος καθορίζει πλέον τα περιγράμματα”. Με άλλα λόγια, η γλώσσα νοηματοδοτείται πλέον όχι μόνο απ’ όλα όσα καταγράφονται αλλά και απ’ όσα παραλείπονται ή αποσιωπούνται. Ακόμα και η ανάσα του ποιητή, οι παύσεις, οι σιωπές του, ανήκουν στο γλωσσικό σώμα του ποιήματος και του προσδίδουν μια άλλη, παράδοξη σημασία, μακριά από τις συμβάσεις της καθιερωμένης γλώσσας. Στην ανάσα και κυρίως στις παύσεις της, στις άνω τελείες και στα μεσοδιαστήματα, και γενικά στη στίξη, “γίνεται αισθητή η κατεύθυνση και η μοίρα του άλλου μέσα στη σιωπή, μπορεί να ολοκληρωθεί η συνάντηση με τον Άλλο”. Ο Πάουλ Τσέλαν συγκαταλέγεται σήμερα παγκοσμίως στους μεγαλύτερους ποιητές του 20ού αιώνα. Στην προσπάθειά του να εκφράσει “αυτό που συνέβη”, διεύρυνε τα όρια της γερμανικής γλώσσας και κατέδειξε τις δυνατότητές της στον τομέα της ποίησης μετά το Άουσβιτς και τη Χιροσίμα.
- Ελληνική Ποίηση
Χωρίς μετρήσιμα ίχνη
Μανόλης Νταγιαντάς€5.00παλιά δελτάρια με σημειώσεις
ποντικοφαγωμένα τεφτέρια
χαρτιά
κηλίδες του καφέ
διάχυτο μελάνι απ’ τη σταγόνα του οινοπνεύματος
διάδρομοι κυκλικοί
καμπουριασμένοι
διανυσματικές κυρτώσεις
σε βαθουλωμένα πλέγματα
κορμιά γεμάτα αδιάτρητα
έτσι
μονάχος πύκνωσααπό το ποίημα “πυκνότητ
- Ελληνική Ποίηση
Αντιγόνη, μια κόρη μια χώρα
Ανδριτσάνου Ευαγγελία€11.50€10.50
ήταν εκείνο το στροβίλισμα
η ζωή έμοιαζε εύκολη γελοία ρευστή
αμέτρητα ζευγάρια πόδια χάραζαν
πλέγματα από φιγούρες ξέφρενες
χωρίς αρχή
χωρίς τέλος
χωρίς τελειωμό
και τα θύματα του χορού
οι σπρωγμένοι οι πατημένοι
οι διαμελισμένοι
σκόνη ψιλή που κατακάθιζε στις γωνίες
Η καρδιά μου φτερούγιζε κάθε ώρα
σαν πουλί πιασμένο που ψάχνει να ξεφύγει
έτρεχα να κρυφτώ σε σκοτεινά δωμάτια
σε τραβούσα απ’ το χέρι
πώς να με καταλάβεις
η διέγερση είναι το στοιχείο σου
ήθελες να με σύρεις πάλι πίσω
το ίδιο κι η αδελφή μου
μεταξύ σας ματιές γεμάτες νόημα
– Δεν ξέρεις να χαίρεσαι, ΑντιγόνηΟ Πατέρας στο υπόγειο
στον τόπο της αυτοτιμωρίας του
– Φύγε μακριά!
ούρλιαζε όταν πλησίαζα
πετούσε καταπάνω μου
το πιάτο του μ’ ό,τι είχε μέσα
τον έπιανε βήχας, πνιγόταν
προτιμούσε να μείνει στον τόπο
παρά να πιει απ’ το χέρι μου νερό
Η Μητέρα τον είχε εγκαταλείψει
οριστικά - Ελληνική Ποίηση
Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα
Τάσος Λειβαδίτης€10.60€9.60«Έζησα μες στη ματαιότητα
και πάνω στον Ωκεανό…»«Όμως, ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
γιατί δεν πραγματοποιούνται τα ανθρώπινα όνειρα.»«Ώ ανεκπλήρωτο, που ακόμα κι όταν όλα μας εγκαταλείπουν εσύ αφήνεις έξω από την πόρτα μας
ένα μικρό γιασεμί.»«Ώσπου νύχτωνε και τ’ άστρα φώτιζαν σιγά σιγά
το ακατανόητο του κόσμου.»