Στην Τρέλα
Κάθε Τετάρτη, και για έναν ολόκληρο χρόνο, η συγγραφέας επισκέπτεται το «περίπτερο 4Β» ενός ψυχιατρείου, συναντώντας τους ασθενείς και το νοσηλευτικό προσωπικό. Η Τζόυ Σορμάν παρατηρεί, συλλέγει, περιγράφει: το ντεκόρ («καθαρό, φωτεινό, μοντέρνο και δίχως ζωή, μια διαρρύθμιση λειτουργική, οικονομική, σύμφωνα με τους κανόνες της διοικητικής αισθητικής»), τους ήχους («ένας ατέρμονος θόρυβος κλειδιών που μπαίνουν σε κλειδαριές δίνει τον ρυθμό»), τα γεύματα, τη χορήγηση των φαρμάκων, το διάλειμμα για τσιγάρο σε προκαθορισμένες πάντοτε ώρες, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τα χρώματα, τις μυρωδιές. Φωτογραφίζει τα σταθερά μοτίβα αυτού του κλειστού σύμπαντος: το ειδικό δωμάτιο απομόνωσης, την υποχρεωτική ενδυμασία, τη μοναδική τηλεφωνική συσκευή στον διάδρομο, τη διαδικασία της ακούσιας νοσηλείας, τη μεθοδολογία και τη χρησιμοποίηση της διάγνωσης.
Η συγγραφέας – μια διακριτική επισκέπτρια– συνομιλεί για ώρα με κάποιους, ανταλλάσσει δυο-τρεις κουβέντες με κάποιους άλλους, υποβάλλει ερωτήσεις, ακούει, συμπεριφέρεται αδέξια μερικές φορές, προσπαθεί να καταλάβει. Τι είναι η τρέλα;
Πώς φτάνει κανείς σε αυτήν; Από τι πάσχουν οι ασθενείς; Πώς γίνεται η εισαγωγή και η νοσηλεία τους; Ποιος και πώς θα ασχοληθεί με τη φροντίδα τους; Όλα αυτά τα ερωτήματα τίθενται στο βιβλίο, χωρίς πάντοτε να δίνονται απαντήσεις. Εδώ η συγγρα-
φέας θα μάθει ότι: «Η μοναδική αρχή που έχει αξία είναι η αρχή της αβεβαιότητας».
Μέσω μιας αφήγησης που βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα και τροφοδοτείται από τα λόγια των μεν και των δε, η Σορμάν σκιαγραφεί ένα βαθύ και ουσιαστικό πορτρέτο της σύγχρονης ψυχιατρικής. Μιλά για την ιστορία της ψυχιατρικής, την αποϊδρυματοποίηση, και ερευνά την ίδια τη φύση της τρέλας και τη σχέση της με τον «κανονικό» κόσμο. Οι ασθενείς αποκλείονται από την «κανονικότητα» και εγκλείονται, όχι τόσο για να ανακουφιστεί ο πόνος τους, αλλά επειδή ενοχλούν: «Θα κλείσουν πιο
άνετα μέσα έναν άνθρωπο που ουρλιάζει στον δρόμο και σπάει μια στάση λεωφορείου με σιδηρολοστό παρά κάποιον που μιλάει χαμηλόφωνα στα δέντρα, μολονότι αυτός ο τελευταίος ίσως να πάσχει περισσότερο». Η ψυχιατρική δομή περισυλλέγει όσους
δεν βρίσκουν πουθενά αλλού τη θέση τους και αποτελεί συχνά αντανάκλαση των δυσλειτουργιών και των παραλείψεων του εξωτερικού, «κανονικού» οικονομικού, πολιτικού και επιστημονικού κόσμου. Το βιβλίο εξετάζει τη λειτουργία ενός θεσμού ο οποίος έπεσε, όπως και όλο το νοσοκομειακό σύστημα, θύμα των δημοσιονομικών περικοπών και των κυρίαρχων γραφειοκρατικών και οικονομικών αντιλήψεων που εκδιώκουν καθετί το ανθρώπινο προς όφελος της αποτελεσματικότητας. Ενός θεσμού που πριμοδοτεί την απαρέγκλιτη εφαρμογή των πρωτοκόλλων, αντί να αφουγκράζεται και να εμβαθύνει. «Η Αντριέν δεν έχει τη δικαιοδοσία να φροντίζει τους ασθενείς? εάν το κάνει, η διοίκηση αποκαλεί αυτή την απόκλιση ολίσθημα ως προς τις αρμοδιότητες,
και την αποδοκιμάζει».