Περί διαθέσεων
€6.30 €5.70
Η φιλοσοφία της μουσικής του Νίτσε εν τη γενέσει της σε ένα νεανικό απόσπασμα σπάνιας φιλοσοφικής και
ποιητικής αξίας που μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά.
Η μετάφραση συνοδεύεται από εκτεταμένο σχολιασμό που αναδεικνύει το συστηματικό βάθος και εύρος του
μοναδικού αυτού κειμένου.
Περιεχόμενα
Φρήντριχ Νίτσε, Περί διαθέσεων
Μάνος Περράκης, Ερμηνεία
Ι. Το απόσπασμα
ΙΙ. Η μουσική
ΙII. Η επανάληψη ως κατάφαση
IV. Προσχέδιο της νιτσεϊκής φιλοσοφίας της μουσικής
V. Mουσική και συναίσθημα: οι τρεις προοπτικές
VI. H εκφραστική αυθεντικότητα ως κανονιστική συνέπεια
Σημειώσεις
Διαθεσιμότητα: Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας
Σχετικά προϊόντα
- Ισπανική-Ισπανόφωνη
Ο δρόμος των δακρύων
Jorge BucayΦύλλα πορειας ΙΙΙ€21.20€19.10“Αυτό που μπορούμε να κάνουμε για να μην υποφέρουμε “περισσότερο”, δεν είναι να αγαπάμε “λιγότερο”, αλλά να μάθουμε, όταν φτάνει η στιγμή του αποχωρισμού ή της απώλειας, να μη μένουμε κολλημένοι σ’ αυτό που δεν υπάρχει πια. Να χαιρόμαστε τη στιγμή, όσο διαρκεί, και να προσπαθούμε να την κάνουμε όσο γίνεται καλύτερη. Να ζούμε ρισκάροντας κάθε λεπτό της ζωής μας. Τέλος, να μη ζήσουμε αύριο με τη σκέψη στη σημερινή μέρα που ήταν τόσο ωραία, γιατί αύριο θα έχουμε την υποχρέωση να κάνουμε ό,τι φέρει το αύριο. Και θα προσπαθήσουμε να το κάνουμε κι αυτό εξίσου ωραίο.” Η αυτονομία, ο έρωτας, ο πόνος, η ευτυχία και η -πνευματικότητα είναι οι πέντε δρόμοι τους οποίους χαράζει ο Μπουκάι στον χάρτη που οδηγεί στην ολοκλήρωση του ανθρώπου, στη συνειδητοποίηση του εαυτού του. Πέντε διαδρομές που θα πρέπει ο καθένας να διανύσει μέσα από προσωπικές εμπειρίες και με τον δικό του τρόπο. Ο δρόμος των δακρύων είναι, κατά τον Χόρχε Μπουκάι, “ο πιο σκληρός από τους δρόμους αυτούς”. Είναι το μονοπάτι του πόνου, του πένθους και των απωλειών, μα ακόμη κι έτσι, είναι ένας δρόμος απολύτως απαραίτητος. Γιατί δεν μπορούμε να συνεχίσουμε αν δεν αφήσουμε πίσω αυτό που δεν είναι πια εδώ μαζί μας. - Φιλοσοφία
Λυκόφως των ειδώλων
Friedrich Nietzsche€15.00€13.00«Στα μισά μιας σκοτεινής υπόθεσης που απαιτεί μέγιστη υπευθυνότητα, δεν είναι και λίγο να διατηρείς– μ᾽ όποιο τέχνασμα! – ηλιόλουστη τη διάθεσή σου»: Έτσι ξεκινάει το Λυκόϕως των Ειδώλων, ένα συναρπαστικό σφυροκόπημα αιώνιων ειδώλων, ένα «διονυσιακό φινάλε» για τον φιλόσοφο στη σκιά του οποίου κινήθηκαν όλοι οι μεταγενέστεροι.
Το Λυκόφως μαζί με τον Αντίχριστο και το Ecce Homo είναι τα τρία τελευταία έργα του Φρ. Νίτσε. Γράφτηκε το 1888, τη στερνή νηφάλια χρονιά του Νίτσε, την περίοδο που ο ίδιος περιγράφει σαν «την τέλεια μέρα που όλα ωρίμαζαν».
Η τελευταία αυτή δημιουργική περίοδος του Νίτσε είναι μοναδική στα χρονικά της λογοτεχνίας, όπως τονίζει ο Στέφαν Τσβάιχ: «Ίσως ποτέ, σ᾽ ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα, καμιά μεγαλοφυία δεν σκέφτηκε τόσο εντατικά, υπερβολικά και ριζικά. Ποτέ ανθρώπινος νους δεν κατακλύστηκε έτσι από ιδέες, δεν γέμισε από εικόνες και δεν πλημμύρισε από μουσική, όπως ο σημαδεμένος της Μοίρας εγκέφαλος του Νίτσε».
Βγαλμένο απ’ την πολεμική σχολή της ζωής . –« Ό,τι δε με σκοτώνει, με δυναμώνει» (από τις γνωστότερες φράσεις του Λυκόφωτος) το βιβλίο στήνει νέες αξίες, χαράζει καινούργιες ορίζουσες, σπάζοντας τις πλάκες των παλιών, σ᾽ όλη τη σφαίρα της ποίησης, της ϕιλοσοϕίας, του γενικότερου στοχασμού.
Ηράκλειτος, Αριστοτέλης, Σωκράτης, Σοπενάουερ, Θουκυδίδης, Φλωμπέρ, Πλούταρχος, Ελεάτες, Δημόκριτος, Κάντ, Πασκάλ, Γκαίτε, Ρουσσώ, Σίλλερ, Δάντης, Ουγκό, Λιστ, Ζολά, Μπαλζάκ, Ραϕαέλο, Λόπε ντε Βέγα, Δαρβίνος, Ιούλιος Καίσαρ, Βάγκνερ, Ναπολέων, Ντοστογιέφσκι, Σταντάλ, Σπινόζα, Βίνκελμαν: μερικοί μόνο από όσους στηρίζουν τον πολιτισμό μας που ο Νίτσε «περνά από κόσκινο».
«Τούτο το γραφτό κεφάτο, ολέθριο, ένας δαίμονας που γελάει», όπως λέει ο φιλόσοφος στην αυτοβιογραφία του, «είναι το βιβλίο-εξαίρεση: τίποτα πλουσιότερο σε ουσίες, πιο ανεξάρτητο, πιο ανατρεπτικό». - Παλαιά-Μεταχειρισμένα
Ρολάν Μπαρτ απο τον Ρ. Μπ.
Roland Barthes€10.00έκδοση του 1977
Να, για ν’ αρχίσουμε, μερικές εικόνες: είναι το μερίδιο της τέρψης που ο συγγραφέας προσφέρει στον εαυτό του τελειώνοντας το βιβλίο του. Πρόκειται για μια τέρψη γοητείας (και κατά συνέπεια αρκετά εγωιστική). Έχω κρατήσει μόνο τις εικόνες που με συγκλονίζουν, χωρίς να ξέρω το γιατί (η άγνοια αυτή είναι χαρακτηριστικό της γοητείας, κι ό,τι πω για κάθε εικόνα δεν θα είναι παρά φανταστικό).
Ωστόσο, θα πρέπει να το παραδεχτώ, μόνον οι εικόνες της νιότης μου με γοητεύουν. Η νιότη μου δεν ήταν δυστυχισμένη, κι αυτό χάρη στη στοργή που με περιέβαλλε. Ήταν όμως αρκετά άχαρη, εξαιτίας της μοναξιάς και της υλικής σφίξης. Δεν είναι λοιπόν η νοσταλγία κάποιας ευτυχισμένης εποχής που με κάνει να στέκομαι μαγεμένος μπροστά σ’ αυτές τις φωτογραφίες, αλλά κάτι πιο συγκεχυμένο.
Όταν ο ρεμβασμός (η έκπληξη) συνθέτει την εικόνα σαν κάτι το ξεχωριστό, όταν τη μετατρέπει σε αντικείμενο μιας άμεσης απόλαυσης, δεν έχει πια καμιά σχέση με τη σκέψη -ακόμα κι αν αυτή είναι ονειροπόλα- μιας ταυτότητας. Ταράζεται και μαγεύεται από ένα όραμα που δεν είναι καθόλου μορφολογικό (δεν μοιάζω ποτέ με τον εαυτό μου), αλλά μάλλον οργανικό. Καθώς περικλείνει όλο το γονεϊκό πεδίο, η εναλλαγή των εικόνων δρα σαν ένα μέντιουμ και με βάζει σ’ επαφή με το «Εκείνο» του σώματός μου. Γεννά μέσα μου κάτι σαν χαύνο όνειρο, που οι ενότητές του είναι δόντια, μαλλιά, μύτη, λιγνάδα, γάμπες με κάλτσες μακριές, που δεν είναι δικές μου, χωρίς όμως και να ανήκουν σε κανέναν άλλον εκτός από μένα: να με λοιπόν σε κατάσταση ανησυχητικής οικειότητας: βλέπω τη ρωγμή του υποκειμένου (εκείνο ακριβώς για το οποίο το ίδιο το υποκείμενο δεν μπορεί να πει τίποτε). Έτσι η φωτογραφία της νιότης είναι συγχρόνως πολύ αδιάκριτη (είναι το μέσα σώμα μου που παραδίδεται για ανάγνωση) και πολύ διακριτική (δεν μιλάει για «μένα»).
Δεν πρόκειται, επομένως, να βρούμε εδώ παρά μόνο τις εικονίσεις μιας προϊστορίας του σώματος -ανακατεμένες με το οικογενειακό μυθιστόρημα- του σώματος αυτού που πορεύεται προς την εργασία, την απόλαυση της γραφής. - Κλασική Γραμματεία
Τα όρια του αγαθού και του κακού-De finibus bonorum et malorum
Κικέρων€20.00€18.00Τὸ De finibus bonorum et malorum γράφτηκε μέσα σὲ λίγους μῆνες καὶ ὁλοκληρώθηκε τὸν Ἰούνιο τοῦ 45 π.Χ., ὅταν ὁ Κικέρων ἦταν 61 ἐτῶν. Θέμα τοῦ ἔργου ἀποτελεῖ μιὰ ἐκδοχὴ τοῦ σωκρατικοῦ ζητήματος «πῶς πρέπει νὰ ζοῦμε». Κεντρικὸ εἶναι τὸ ἐρώτημα ποιὸ θεωρεῖται τὸ μεγαλύτερο ἀγαθὸ (finis bonorum, summum bonum) ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε καὶ ποιὸ τὸ μεγαλύτερο κακὸ ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε (finis malorum, summum malum). Οἱ ἀπαντήσεις δίνονται σὲ τρεῖς διαλόγους ἑνωμένους μεταξύ τους, στοὺς ὁποίους παρουσιάζονται κριτικὰ οἱ ἠθικὲς θεωρίες τοῦ Ἐπίκουρου (βιβλία I–II), τῶν στωικῶν (III–IV) καὶ τοῦ πλατωνικοῦ Ἀντίοχου (V). Συνεκτικὸ στοιχεῖο εἶναι ἡ σκεπτικιστικὴ μέθοδος τοῦ Κικέρωνα, ὁ ὁποῖος δηλώνει ὅτι ἐμπνέεται ἀπὸ τὸν Σωκράτη καὶ τὴ σκεπτικὴ Ἀκαδημία (τοῦ Ἀρκεσίλαου καὶ τοῦ Καρνεάδη). Τὸ ἔργο φιλοξενεῖ ἔτσι ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐξεταζόμενες ἠθικὲς θεωρίες καὶ αὐτὴ τῆς σκεπτικῆς Ἀκαδημίας, ὅπως τὴν ἀντιλαμβανόταν ὁ Κικέρων. Ἡ συγκεκριμένη στάση ἀποτυπώνεται στὴ διαλογικὴ μορφὴ τοῦ ἔργου, στὴν ἐξέταση τῆς πειστικότητας τῶν ἠθικῶν θεωριῶν (ἔλεγχος) καὶ στὸ ἀπορητικὸ τέλος του. Τὸ De finibus συγκαταλέγεται στὰ πολυτιμότερα κείμενα τῆς ἀρχαίας ἠθικῆς φιλοσοφίας ὄχι μόνο ὡς βασικὴ πηγὴ τῶν ἑλληνιστικῶν ἠθικῶν θεωριῶν ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐνδελεχὴ διερεύνηση τῶν ἠθικῶν ἐρωτημάτων καὶ τῶν δυνατῶν ἀπαντήσεων, ἡ ὁποία ἐμπλέκει τὸν ἀναγνώστη μὲ τρόπο ἀνάλογο τῶν σωκρατικῶν διαλόγων.