Κατάµεστος ανένδοτα τζιτζίκια
και γύρω χρυσογάλανη ερηµιά·
τρελά πετροχελίδονα
θερίζουν ασταµάτητα
τις ξένοιαστες φωνές της γης·
για τους ξυπόλητους κορµούς
λαµπάδιασµα ολότρεµο, βαθύ, ξεθεωµένο —
πηγαίνω τώρα πιο κοντά και μένω.
Προσάναµµα µια λέξη που δε λέγεται —
µα όχι ρέµβη, όχι δίψα, σπίθα, ή μετέωρο·
κάτι απροσµέτρητο υπάρχει
όλβιο, ανεξάντλητο κι ατρόµητο
ή κι οργωµένο απ’ τον ήλιο της καρδιάς,
ηχώ ανεξιχνίαστη, σε κάθε λίκνο χαρισµένη,
και φέρνει διάφανο το θάµβος µέσα µου
σε τούτο τον κατάφωτο πευκώνα
που ξέρω πως δεν έχει τέλος.