Πάντα καλά
€14.84 €13.50
Πολλοί κάτοικοι αυτού εδώ του βιβλίου επιχείρησαν παλαιότερα έξοδο προς το Κοινό, με μία τηλεοπτική σειρά, την οποία, ευτυχώς, έπνιξαν στο λίκνο της διάφορες λερναίες ύδρες. Τώρα, ενισχυμένοι, πιο πολλοί και χαρούμενοι, σχηματίζουν συμμορία και της δίνουν για όνομα μία ευχή (ή διαπίστωση): Πάντα καλά. Όλοι τους άοπλοι: χωρίς παιδεία, γοητεία, φιλοσοφία, κάλλος, όνομα, γνωριμίες, χωρίς άγκυρες. Όμως θέλουν, και ξέρουν, να ζήσουν. Κατέχουν το ευ ζην.
Με τα έργα του Η Μητέρα του Σκύλου, Ύλη Δάσους, Ο παλαιός των Ημερών, Προς Ελευσίνα, Η βουή, ο συνένοχος και συγγραφέας τους είχε οδηγήσει, μέσα από δρόμους επίσημα σκοτεινούς, απειλητικούς, μαγικούς και αιχμηρούς, τους ήρωές του, που, εδώ, έχοντας προσλάβει για κομπάρσους τους παλαιότερους πρωταγωνιστές της πορείας αυτής, βγήκαν στον ήλιο και μας υποδέχονται με μία προσταγή-παρότρυνση: Ζήστε, ρε!
«Μπορεί να υπάρξει μία λογοτεχνία που κατορθώνει να ζωγραφίζει τέλεια κάθε τι που αγγίζει; Υπάρχει. Πρόκειται για λογοτεχνία ελληνική. Το Πάντα καλά του Παύλου Μάτεσι, ένα πανόραμα ζωηρό, γόνιμο, πλούσιο σε φωτοσκιάσεις και με κορυφές υψηλής ποιότητας. Ο Παύλος Μάτεσις είναι ένας σύγχρονος Αριστοφάνης».
GIUSEPPE MARTINI, Gazetta di Parma, Ιταλία
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική πεζογραφία
Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας
Lena Divani€22.00€20.00“Πόσο επηρεάζει άραγε η προσωπική ζωή των πρωταγωνιστών της ιστορίας την πολιτική δράση τους αλλά και αντιστρόφως, πόσο επηρεάζει η δημόσια έκθεση τα του οίκου τους; Αυτό διερευνά το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας. Γιατί είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τις αποφάσεις ενός δημόσιου προσώπου χωρίς να γνωρίζουμε τις ανομολόγητες ανάγκες του, τα τραύματά του.
Αν δεν ξέρεις τι σήμαινε για την Έλλη Παππά ο Μπελογιάννης, πώς να δικαιολογήσεις την απόφασή της να γεννήσει το παιδί του, αν και παντρεμένη με άλλον, φυλακισμένη και μελλοθάνατη; Πώς να ερμηνεύσεις τη διαλυτική στάση του Ανδρέα Παπανδρέου απέναντι στην Ένωση Κέντρου αν δεν ξέρεις την άβυσσο που τον χώριζε από τον πατέρα του; Και ο Παύλος γιατί άραγε άφησε τη Φρειδερίκη να γίνει από βασίλισσα βασιλιάς;
Διάλεξα να μιλήσω για ζευγάρια γιατί στον έρωτα και στη συμβίωση είμαστε όλοι έκθετοι και γυμνοί, ολόκληροι. Φυσικά άκουγα συνεχώς στα αυτιά μου τον αντίλογο: Πώς να μαντέψω τη δυναμική ενός ζευγαριού, πώς να συνοψίσω το φως και το σκοτάδι του; Η αμφιβολία όμως δε με σταμάτησε, απλώς έθρεψε τη γοητεία της έρευνας. Βούτηξα με το κεφάλι στις ζωές τους και κυριολεκτικά τους αγάπησα προσπαθώντας να δω μέσα από τα μάτια τους. Δεν ήθελα απλώς να ψαχουλέψω τα συρτάρια τους, ήθελα να καταλάβω τους περιορισμούς που η κοινωνία τούς επέβαλλε τότε, να δώσω σάρκα και οστά στις χάρτινες φιγούρες των πρωτοσέλιδων.
Διάλεξα τα πιο επιδραστικά ζευγάρια, τα πιο έντονα για να καλύψουν την ιστορία της Ελλάδας από το 1821 ως τη χούντα. Οι άντρες λόγω εποχής είναι πρωταγωνιστές αλλά και οι γυναίκες της ζωής τους είναι εξίσου σημαντικά, φλεγόμενα πρόσωπα.
Ελπίζω να απολαύσετε όσο απήλαυσα εγώ αυτή την ακροβασία ανάμεσα στην ιστορία και στη λογοτεχνία”. - Ελληνική πεζογραφία
Βάρδια
Νίκος Καββαδίας€17.00€15.30Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, (1910-1975), έγινε πολύ νωρίς γνωστός στην Ελλάδα με την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Μαραμπο», που εκδόθηκε το 1933 και που για καιρό πλήθος ναυτικοί την ήξεραν απέξω. Διατήρησε σ’ όλη του τη ζωή το παρωνύμιο «Μαραμπού» – το όνομα του κακοσήμαδου και καταραμένου πουλιού που είχε διαλέξει στα είκοσί του χρόνια για να συμβολίσει τον εαυτό του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο λόγος, για τον οποίο δημοσίευσε τη «Βάρδια», το 1954, προτού σωπάσει για είκοσι χρόνια, ήταν να εξερευνήσει ένα νέο εκφραστικό τρόπο. Ονειρεύτηκε εν συνεχεία -ή καμώθηκε πως ονειρεύτηκε- να γράψει απομνημονεύματα. «Μα θα με σκοτώσουν αν τα διηγηθώ όλα», συνήθιζε να λέει. Στην πραγματικότητα, η ίδια η «Βάρδια» ήταν μυθιστόρημα, ποίημα και αναμνήσεις συγχρόνως. Μέσα στο βιβλίο υπάρχει καταρχάς η ιστορία ενός ταξιδιού. Στη θάλασσα της Κίνας, ένα παμπάλαιο φορτηγό, σαραβαλιασμένο -ένα από κείνα τα σαπιοκάραβα που είχαν ήδη πουληθεί για παλιοσίδερα και που οι έλληνες εφοπλιστές τα πήγαιναν για επιδιόρθωση στο Ρότερνταμ και ύστερα τά ‘βαζαν να γυρίζουν τις θάλασσες για χρόνια ακόμα- έχει βάλει πλώρη για το Σαντούν. Αλλά το ουσιώδες έγκειται στις συνομιλίες. Σ’ αυτές ακριβώς θεμελιώνεται το έργο. Στις ατελείωτες ώρες της βάρδιας, οι ναυτικοί -ο θερμαστής, ο καπετάνιος ή ο ασυρματιστής, όπως ήταν ο συγγραφέας- αναμασούν από κοινού την κατάστασή τους. Τη ζωή τους την αντιλαμβάνονται ως κατάρα, αλλά μια κατάρα που την αποδέχονται και την επιζητούν: δεν υπάρχει γι’ αυτούς χειρότερη δυστυχία από τη ζωή στη στεριά, την αναγκαστική αργία, την αποχώρηση που τους θάβουν ζωντανούς. Υπάρχει μια παράδοξη διαλεκτική αγάπης και μίσους, δυσπιστίας και συνενοχής ανάμεσα σ’ αυτούς τους ναυτικούς και το πλοίο τους: αιχμάλωτοι και ξεριζωμένοι μαζί, απεχθάνονται καθετί που θα μπορούσε να τους ελευθερώσει, να σταματήσει την πορεία τους. Μέσω των συζητήσεών τους εισάγονται στην αφήγηση ανέκδοτα και αναμνήσεις – μια ολόκληρη σειρά από ιστορίες, εκτεταμένες ή σύντομες, κωμικές ή φρικιαστικές, πάντα συναρπαστικές, που συνιστούν ένα δεύτερο πλάνο του έργου. Τις πιο μακριές αφηγήσεις τις κάνει ο ασυρματιστής που εκπροσωπεί σαφώς το συγγραφέα και εξάλλου ονομάζεται Νικόλας, όπως εκείνος. Όταν η αφήγηση περνάει στο πρώτο πρόσωπο, περίπου στη μέση του βιβλίου, το μυθιστόρημα φτάνει στην αρτίωσή του. Με το τέχνασμα αυτό αποκτά, πρώτα πρώτα, μια λυρική διάσταση: ένα πλήθος από ονειροπολήσεις ή φαντασιώσεις εκφράζονται, μέσω αληθινών ποιημάτων, σε πρόζα. Αλλά κυρίως το μυθιστόρημα παίρνει τώρα οριστικά ένα χαρακτήρα εξομολόγησης. Εξάλλου, όλες οι αφηγήσεις των ναυτικών είναι επίσης εξομολογήσεις, που αποσπώνται από χείλη που μοιάζουν να μη θέλουν να τις κάνουν. Οι εξομολογήσεις του ασυρματιστή, που είτε τραβούν σε μάκρος είτε, εντελώς αντίθετα, κομματιάζονται και ολοκληρώνονται στα κλεφτά, με αποσπάσματα στη μέση άλλων αφηγήσεων, κυριαρχούν στο έργο. Ένα αίσθημα ενοχής τεράστιο, εμετικό, αφόρητο αναδίδεται απ’ αυτές: «Ό,τι αγγίζω σαπίζει. Δεν πεθαίνει, σαπίζει». Μέσα σ’ ένα κλίμα συντέλειας του κόσμου, η πατρίδα – Ανατολή δεν επιφυλάσσει στον ταξιδιώτη παρά το θέαμα της ερήμωσης, της πορνείας, της σύφιλης και του θανάτου – καθρέφτη αψευδούς της σήψης του παρελθόντος που έχει μόλις βγει στην επιφάνεια, ακολουθώντας το νήμα των αναμνήσεων. Σ’ αυτό τον τόπο καταγωγής δεν μπορούν καν ν’ αράξουν. Ο αιώνιος πλάνης δεν έχει το δικαίωμα της επιστροφής. Περιπέτεια ξεχωριστή, εξωτική, φαντασμαγορία με χίλια χρώματα, πότε ποιητική, πότε άσεμνη, πότε παραληρηματική. Μα σίγουρα κι ακόμα πιο πολύ, εικόνα πιθανή, εικόνα πολύ αληθοφανής της άχαρης μοίρας μας.
- Ελληνική πεζογραφία
Καλλίμαχος και Χρυσορρόη
Αγνώστου€21.20€19.10Γραμμένη μάλλον από ένα μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας των Παλαιολόγων στις αρχές του 14ου αιώνα, η έμμετρη περιπετειώδης και ερωτική μυθιστορία Καλλίμαχος και Χρυσορρόη σώζεται μόνο στη διασκευή ενός χειρογράφου του 16ου αι., που φαίνεται να αντιγράφτηκε στην Κρήτη. Αν και δεν γνώρισε ίσως τη διάδοση άλλων παρόμοιων υστερομεσαιωνικών έργων (όπως, π.χ., του Ιμπέριου και Μαργαρόνας), η μυθιστορία πρέπει να προξένησε κάποια εντύπωση στην εποχή της σύνθεσής του· ο λόγιος ποιητής Μανουήλ Φιλής αφιέρωσε ένα ολόκληρο εγκωμιαστικό ποίημα στον συγγραφέα του, ερμηνεύοντας την ιστορία αλληγορικά.
Στην Εισαγωγή του o επιμελητής Γιάννης Πολέμης, καθηγητής της Βυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πραγματεύεται ζητήματα που αφορούν τον συγγραφέα, το λογοτεχνικό είδος, την εσωτερική διαλεκτική και τις πηγές του κειμένου, καθώς και τη γλωσσική και μετρική μορφή του. Το Κείμενο της μυθιστορίας εκδίδεται με αντικριστή μετάφραση στη σύγχρονη ελληνική, και διεξοδικά Σχόλια. Tο Επίμετρο περιλαμβάνει το ποίημα του Φιλή και νεοελληνική μετάφρασή του, καθώς και ένα σχετικό με το μυθιστόρημα ποίημα του Κωστή Παλαμά.
- Ελληνική πεζογραφία
Ο Τζίμης στην Κυψέλη
Christos Chomenidis€17.70€16.00Χ.Α.Χωμενίδης εμπνέεται ευθέως από το σήμερα. Γράφει ένα -σχεδόν- ρεαλιστικό μυθιστόρημα, το οποίο διαδραματίζεται στην Αθήνα του 2021 και διαλαμβάνει ό,τι μάς αγγίζει, μάς συγκινεί, μάς τρομάζει.
Ο κεντρικός του ήρωας, Τζίμης Παπιδάκης, παιδί των 60’ς και των 70’ς, γιός μιας θυρωρίνας, υιοθετημένος από έναν παλιό πρωταγωνιστή του Εθνικού Θεάτρου, βρίσκεται -στο κατώφλι των εξήντα του- ένα βήμα πριν από την εκπλήρωση τού μεγάλου του ονείρου.
Να αναδειχθεί στον πρώτο και καλύτερο θεατρικό επιχειρηματία στην Ελλάδα.
Το θέατρο που έχει κληρονομήσει στη Φωκίωνος Νέγρη και που -επί σαράντα σχεδόν χρόνια- ανέβαζε παραστάσεις τρίτης κατηγορίας, φτηνές φαρσοκωμωδίες και επιθεωρήσεις τής συμφοράς, να γίνει ο ομφαλός της θεατρικής Αθήνας.
Έχει αξιοποιήσει ο Τζίμης άριστα την πανδημία. Κατά την καραντίνα έχει ανακαινίσει εκ θεμελίων το θέατρό του. Έχει αγκαζάρει με γενναιόδωρες προκαταβολές την αφρόκρεμα των ηθοποιών, των συγγραφέων, των σκηνοθετών, των μουσικών… Όλους όσους υπό κανονικές συνθήκες τον σνόμπαραν, τον θεωρούσαν παρακατιανό κληρονόμο ενός ένδοξου ονόματος.
Η παράσταση που προετοιμάζει, «Ο Περονόσπορος», έχει όλες τις προδιαγραφές για να θριαμβεύσει. Ο Τζίμης διατελεί σε υπερδιέγερση. Λαχταρά όχι το επιχειρηματικό κέρδος μα την υπαρξιακή δικαίωση. Ο Τζίμης Παπιδάκης, με το κιμπαριλίκι του, με τα ακριβά κοστούμια και με τις αρχοντικές χειρονομίες του, είναι ένας τύπος της πιάτσας. Συνάμα δε ένας ελαφροϊσκιωτος, όπως όλοι μας. Μέσα του ζει ο παιδικός εαυτός και οι πεθαμένοι του. Με εκείνους συνδιαλέγεται, σε εκείνους δίνει λογαριασμό. Κι ας επιμένει ότι απεχθάνεται τη νοσταλγικότητα.
Μια ανάσα πριν από τον θρίαμβό του, εξαιτίας μιάς τυχαίας συνάντησης με έναν απελπισμένο, αδίστακτο άνθρωπο, ο Τζίμης Παπιδάκης θα καταστραφεί. Θα τον συντρίψει η νέα πραγματικότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των fake news, των δολοφονιών χαρακτήρων. Εν πλήρει συγχύσει αθώος, ανίκανος να υπερασπισθεί τον εαυτό του, θα δοθεί βορά σε ένα αφιονισμένο πλήθος που ηδονίζεται να κατασπαράζει. Που κοχλάζει μεταξύ οίκτου και οργής.
Ο Τζίμης Παπιδάκης είναι ένας αναλογικός άνθρωπος σε ένα ψηφιακό σύμπαν. Στο πρόσωπό του οι επερχόμενες γενιές παίρνουν αιματηρή εκδίκηση από τις προηγούμενες. Κανείς δικός του δεν μπορεί να προστατεύσει τον Τζίμη. Ούτε η δεκαεννιάχρονη κόρη του, που ανήκει στο μέλλον. Ούτε καν η Κυψέλη, η οποία αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και από πατρίδα του μεταμορφώνεται σε έναν άξενο για εκείνον τόπο.
«Ο Τζίμης στην Κυψέλη» είναι το ρέκβιεμ όσων ανεπαισθήτως μένουν πίσω, σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαία. Η επί του φοβερού βήματος απολογία ενός καλού ανθρώπου που απλώς τον ξεπερνάει η εποχή.