Παλιές και νέες χώρες
€19.90 €18.00
Στην οθωμανική Θεσσαλονίκη του 1885, ένα άνοστο αστείο, λίγα βλέμματα και κάποια παλιά μυστικά στέκονται αρκετά για να ξεκινήσει μια ερωτική σχέση ανάμεσα σ’ έναν αφελή και ονειροπόλο άνδρα και μια δυναμική γυναίκα. Στην Αθήνα βασιλεύει ο Γεώργιος Α΄, στην Ερμούπολη το εμπόριο και στη Θεσσαλονίκη η ομίχλη.
Οι δυο τους θα ταξιδέψουν στην παλιά Ελλάδα και θα επιστρέψουν στη συνέχεια στους τόπους αυτούς, που χρόνια αργότερα, μέσα από το ζεστό αίμα των πολέμων, θα ονομαστούν Νέες Χώρες.
Το “Παλιές και νέες χώρες” είναι ένα μυθιστόρημα για τις γυναίκες που ασφυκτιούν από το κοινωνικό περιλαίμιο, για τους αμήχανους άνδρες και τις άφωνες υπηρέτριες στα χρόνια της μπελ επόκ, της εποχής που ονομάστηκε χαρισάμενη από τους έχοντες πλούτο και δύναμη.
Είναι, επίσης, ένα μυθιστόρημα για τους παράκτιους φάρους που φωτίζουν τα σκοτάδια, για την ιερουργία του νερού και της θάλασσας, για τον Ιούλιο Βερν και τα βιβλία του, που εικονοποιούν τις αποκοτιές της φαντασίας, για το ερωτικό ανθρώπινο βλέμμα αλλά και την εξουσιαστική ματιά, για όσα, τέλος, παλιά θριαμβεύουν και για όσα νέα δεν έχουν ακόμη αρθρώσει το όνομά τους.
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική πεζογραφία
Ναυμαχία
Νίκος Κυριαζής€16.00€14.40“Όπως και στο Αρτεμίσιο, πρώτα ακούσαμε τον εχθρικό στόλο, μετά τον είδαμε. Σιγά στην αρχή, μια βουή που όλο δυνάμωνε έφτανε στα αυτιά μας, βουή από κύμβαλα και ταμπούρλα, βαρβαρικά τραγούδια, παφλασμό από κουπιά, χιλιάδες κουπιά που ρυθμικά όργωναν τη θάλασσα. Πλησίαζε η βουή, υπόκωφη, τρανή, φούντωνε, λες και ένας γίγαντας ερχόταν ή κάποιο τεράστιο θαλάσσιο τέρας, που η ανάσα του αντιλαλούσε στους χαμηλούς λόγγους της Σαλαμίνας. Τότε, ενώ η βουή μεγάλωνε, πιο κοντά, από τα αθηναϊκά πλοία, πρώτα νομίζω από το πλοίο του Θεμιστοκλή, στο κέντρο της αθηναϊκής μοίρας, ακούστηκε τραγούδι, ο παιάν της μάχης, το τραγούδι της ελεύθερης Ελλάδας, μια πρόκληση για το βαρβαρικό πλήθος. Δυνάμωσε ο παιάν, όταν τα πληρώματα και των άλλων πλοίων έσμιξαν στο τραγούδι, απλώθηκε σαν ένα αόρατο πέπλο πάνω από όλο τον ελληνικό στόλο, καθώς όλοι οι Έλληνες τραγουδούσαν το ίδιο τραγούδι της λευτεριάς, τραγουδούσαν την πίστη τους στην πατρίδα, στους θεούς της Ελλάδας, τραγουδούσαν στην κοινή γλώσσα τους τον κοινό αγώνα, την κοινή ελπίδα”.
Τέλος μιας εποχής, αυγή νέας. Αθλητικοί αγώνες, συνωμοσίες, επαναστάσεις, πολιτικές συγκρούσεις, πόλεμοι, η γέννηση της δημοκρατίας και ο περσικός κίνδυνος που πλησιάζει.
Αθλητές και ποιητές, στρατηγοί και φιλόσοφοι, ήρωες και προδότες, τύραννοι και δημοκράτες, έμποροι και πειρατές, περήφανες ελεύθερες γυναίκες και όμορφες δούλες, Έλληνες και Πέρσες. Ο Νικομήδης, ένας από τους μεγάλους της γενιάς της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και των Περσικών Πολέμων, διηγείται τη ζωή του από την Ολυμπιάδα του 524 π.Χ. μέχρι τη Σαλαμίνα και τον αγώνα ενός λαού για ελευθερία και δημοκρατία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) - Ελληνική πεζογραφία
Ο Ταχυδρόμος
Γιώργος Παπαδάκης€15.00€13.50Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος 2019
Ο ήρωας του βιβλίου, ένας ταπεινός ταχυδρόμος, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία του, που διαδραματίζεται σε μια ορεινή κοινότητα της μεταπολεμικής Κρήτης. Ευαίσθητος παρατηρητής μιας σκληρής πραγματικότητας, ο ταχυδρόμος άγεται και φέρεται από την κοινωνία, από προξενιά με πλεκτάνες, από ατελέσφορες αγάπες, τέλος από έναν έγγαμο βίο με πολλά μυστικά και ψέματα – ώσπου κάποτε αφυπνίζεται και γίνεται ο ίδιος δράστης οδηγώντας την αφήγηση στην πλήρη ανατροπή της πλοκής και εκτινάσσοντάς την προς τη δραματική κάθαρση.
Η αγάπη και οι δυνατότητές της, οι αυστηροί περιορισμοί των εθίμων στα υψόμετρα των βουνών, η μνήμη, ο έρωτας και ο θάνατος αναπτύσσονται με μια γλώσσα ποιητική, σπάνιας ωριμότητας στην πεζογραφία μας – μιας γλώσσας που δεν αφήνει περιθώρια στη συγκίνηση να “καταπιεί” την αφήγηση. Η γλώσσα γίνεται και αυτή πρωταγωνίστρια του βιβλίου, επαναφέροντας με ορμή το ερώτημα περί της αυθεντικής λογοτεχνία - Ελληνική πεζογραφία
Βάρδια
Νίκος Καββαδίας€17.00€15.30Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, (1910-1975), έγινε πολύ νωρίς γνωστός στην Ελλάδα με την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Μαραμπο», που εκδόθηκε το 1933 και που για καιρό πλήθος ναυτικοί την ήξεραν απέξω. Διατήρησε σ’ όλη του τη ζωή το παρωνύμιο «Μαραμπού» – το όνομα του κακοσήμαδου και καταραμένου πουλιού που είχε διαλέξει στα είκοσί του χρόνια για να συμβολίσει τον εαυτό του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο λόγος, για τον οποίο δημοσίευσε τη «Βάρδια», το 1954, προτού σωπάσει για είκοσι χρόνια, ήταν να εξερευνήσει ένα νέο εκφραστικό τρόπο. Ονειρεύτηκε εν συνεχεία -ή καμώθηκε πως ονειρεύτηκε- να γράψει απομνημονεύματα. «Μα θα με σκοτώσουν αν τα διηγηθώ όλα», συνήθιζε να λέει. Στην πραγματικότητα, η ίδια η «Βάρδια» ήταν μυθιστόρημα, ποίημα και αναμνήσεις συγχρόνως. Μέσα στο βιβλίο υπάρχει καταρχάς η ιστορία ενός ταξιδιού. Στη θάλασσα της Κίνας, ένα παμπάλαιο φορτηγό, σαραβαλιασμένο -ένα από κείνα τα σαπιοκάραβα που είχαν ήδη πουληθεί για παλιοσίδερα και που οι έλληνες εφοπλιστές τα πήγαιναν για επιδιόρθωση στο Ρότερνταμ και ύστερα τά ‘βαζαν να γυρίζουν τις θάλασσες για χρόνια ακόμα- έχει βάλει πλώρη για το Σαντούν. Αλλά το ουσιώδες έγκειται στις συνομιλίες. Σ’ αυτές ακριβώς θεμελιώνεται το έργο. Στις ατελείωτες ώρες της βάρδιας, οι ναυτικοί -ο θερμαστής, ο καπετάνιος ή ο ασυρματιστής, όπως ήταν ο συγγραφέας- αναμασούν από κοινού την κατάστασή τους. Τη ζωή τους την αντιλαμβάνονται ως κατάρα, αλλά μια κατάρα που την αποδέχονται και την επιζητούν: δεν υπάρχει γι’ αυτούς χειρότερη δυστυχία από τη ζωή στη στεριά, την αναγκαστική αργία, την αποχώρηση που τους θάβουν ζωντανούς. Υπάρχει μια παράδοξη διαλεκτική αγάπης και μίσους, δυσπιστίας και συνενοχής ανάμεσα σ’ αυτούς τους ναυτικούς και το πλοίο τους: αιχμάλωτοι και ξεριζωμένοι μαζί, απεχθάνονται καθετί που θα μπορούσε να τους ελευθερώσει, να σταματήσει την πορεία τους. Μέσω των συζητήσεών τους εισάγονται στην αφήγηση ανέκδοτα και αναμνήσεις – μια ολόκληρη σειρά από ιστορίες, εκτεταμένες ή σύντομες, κωμικές ή φρικιαστικές, πάντα συναρπαστικές, που συνιστούν ένα δεύτερο πλάνο του έργου. Τις πιο μακριές αφηγήσεις τις κάνει ο ασυρματιστής που εκπροσωπεί σαφώς το συγγραφέα και εξάλλου ονομάζεται Νικόλας, όπως εκείνος. Όταν η αφήγηση περνάει στο πρώτο πρόσωπο, περίπου στη μέση του βιβλίου, το μυθιστόρημα φτάνει στην αρτίωσή του. Με το τέχνασμα αυτό αποκτά, πρώτα πρώτα, μια λυρική διάσταση: ένα πλήθος από ονειροπολήσεις ή φαντασιώσεις εκφράζονται, μέσω αληθινών ποιημάτων, σε πρόζα. Αλλά κυρίως το μυθιστόρημα παίρνει τώρα οριστικά ένα χαρακτήρα εξομολόγησης. Εξάλλου, όλες οι αφηγήσεις των ναυτικών είναι επίσης εξομολογήσεις, που αποσπώνται από χείλη που μοιάζουν να μη θέλουν να τις κάνουν. Οι εξομολογήσεις του ασυρματιστή, που είτε τραβούν σε μάκρος είτε, εντελώς αντίθετα, κομματιάζονται και ολοκληρώνονται στα κλεφτά, με αποσπάσματα στη μέση άλλων αφηγήσεων, κυριαρχούν στο έργο. Ένα αίσθημα ενοχής τεράστιο, εμετικό, αφόρητο αναδίδεται απ’ αυτές: «Ό,τι αγγίζω σαπίζει. Δεν πεθαίνει, σαπίζει». Μέσα σ’ ένα κλίμα συντέλειας του κόσμου, η πατρίδα – Ανατολή δεν επιφυλάσσει στον ταξιδιώτη παρά το θέαμα της ερήμωσης, της πορνείας, της σύφιλης και του θανάτου – καθρέφτη αψευδούς της σήψης του παρελθόντος που έχει μόλις βγει στην επιφάνεια, ακολουθώντας το νήμα των αναμνήσεων. Σ’ αυτό τον τόπο καταγωγής δεν μπορούν καν ν’ αράξουν. Ο αιώνιος πλάνης δεν έχει το δικαίωμα της επιστροφής. Περιπέτεια ξεχωριστή, εξωτική, φαντασμαγορία με χίλια χρώματα, πότε ποιητική, πότε άσεμνη, πότε παραληρηματική. Μα σίγουρα κι ακόμα πιο πολύ, εικόνα πιθανή, εικόνα πολύ αληθοφανής της άχαρης μοίρας μας.
- Ελληνική πεζογραφία
Μισό παιδί
Αύγουστος Κορτώ€13.30€12.00Ο Αντώνης Ράπτης, δεκαεφτά χρονώ αγόρι, αιματοκύλισε το Χρυσοδέντρι: μπήκε στην τάξη του μονοθέσιου σχολείου μ’ ένα κλεμμένο πολυβόλο, σκότωσε τον δάσκαλο κι όλους σχεδόν τους φίλους του, κι έπειτα αυτοπυρπολήθηκε. Το μακελειό συντάραξε το ακριτικό χωριουδάκι, αλλά η αστυνομία έκλεισε τον φάκελο εν τάχει: το τι συνέβη ήταν φως φανάρι: άλλο ένα πειραγμένο σκατόπαιδο που, με αφορμή μια ερωτική απογοήτευση, έκανε τη ζήλια του φονικό όπλο.
Όμως ο άνεμος της ενοχής τραντάζει ακόμα τα δέντρα του χωριού. Η μάνα του δράστη ξέρει ότι ο δολοφόνος κι ο γιος της δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο. Το μόνο θύμα της επίθεσης που έχει ακόμα τις αισθήσεις του, πασχίζει να αρθρώσει την αλήθεια. Κι οι ψυχές των νεκρών μαθητών φωνάζουν, σκυλοτρώγονται, κρατούν καλά το μυστικό τους.
Ο Φίλιππος Σέξτος, συλλέκτης μαρτυριών κι επίδοξος γραφιάς, ταξιδεύει στο χαροκαμένο Χρυσοδέντρι. Κάτι στην όλη υπόθεση δεν τον αφήνει σε ησυχία: πρέπει να μιλήσει με τους γονείς, με τα αδέρφια, με τη Μάρω, την πλέον τραγική απ’ τις μητέρες.
Όταν ένα παιδί σκοτώνει άλλα παιδιά εξακολουθεί να ’ναι παιδί;
Κι όταν το αίμα χύνεται άδικα, ποια είναι η πρώτη αδικία, η ρίζα του κακού;
Μια ιστορία μυστηρίου, ένα κυνηγητό για την αλήθεια.
Ποιος σκότωσε πρώτος, και ποιο θύμα ξεχάστηκε;
Ένα σκοτεινό παραμύθι που σου κλέβει την ανάσα.