Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρύτερες απ’το νερό
Ένας νεαρός ανθυπολοχαγός, ύστερα από είκοσι επτά μήνες στον πόλεμο της Αγκόλας, επιστρέφει στη μητρόπολη φέρνοντας μαζί του ένα ορφανό παιδί. Θα αναθρέψει τον μικρό μαύρο, ο οποίος επέζησε από την καταστροφή του χωριού του και τη σφαγή των δικών του από τον πορτογαλικό στρατό, σαν να ήταν γιος του. Σαράντα χρόνια αργότερα, ο βετεράνος αξιωματικός και η γυναίκα του θα κάνουν τη διαδρομή από τη Λισαβόνα ώς το παλιό οικογενειακό σπίτι, σ’ ένα απομονωμένο χωριό στους πρόποδες του βουνού. Σε τρεις μέρες, σύμφωνα με την παράδοση, θα γίνουν τα χοιροσφάγια. Όπως κάθε χρόνο, η κόρη τους, ο υιοθετημένος γιος τους και η γυναίκα του θα έρθουν για να παρευρεθούν στο γεγονός. Όταν όμως φτάσει εκείνη η μέρα, δεν θα είναι μονάχα το ζώο που θα αδειάσει από το αίμα του. Στα είκοσι τρία κεφάλαια που αποτελούν το βιβλίο, κι ενόσω πλησιάζουμε στη μοιραία κατάληξη των τριών τελευταίων ημερών, ακούμε διαδοχικά τις φωνές των διαφορετικών μελών της οικογένειας, κυρίως εκείνη του πατέρα, που η Αγκόλα “δεν τον αφήνει”, και του υιοθετημένου γιου του. Ο απόμαχος στρατιωτικός ξαναζεί ακατάπαυστα τις φρικαλεότητες του πολέμου: όλες οι φροντίδες της γυναίκας του, που ωστόσο παλεύει κι αυτή μ’ έναν καρκίνο, και οι ομαδικές ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες στο νοσοκομείο δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα. Όσο για τον γιο του, αυτός ζει έναν άλλο πόλεμο: διαρκώς αντιμέτωπος με την ταυτότητά του ως “Μαύρου”, έχει να αντιπαλέψει τη γενική εχθρότητα και τον πιο χυδαίο ρατσισμό, ακόμα και από τη μεριά της γυναίκας του, που τον περιφρονεί και τον ταπεινώνει. Έπειτα από δεκαετίες ανείπωτων μυστικών, αποκηρυγμένων αναμνήσεων, απωθημένων διερωτήσεων, τι σχέσεις μπορούν να έχουν άραγε ακόμη αυτά τα όντα μεταξύ τους; Στο καινούργιο βιβλίο του Λόμπο Αντούνες, που είναι δηκτικό, απότομο, βίαιο, και ταυτόχρονα τρυφερό και λεπτό, για άλλη μία φορά ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί για να σώσει το τομάρι του – και την ανθρωπιά που διαθέτει.