Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ από την ιστορία στη λογοτεχνία
€15.00
Στυλ. Αλεξίου, Γ. Μαυρομάτης, Θεοχ. Δετοράκης, Αναστ. Μαρκομιχελάκης,
Στεφ. Κακλαμάνης, Χρ. Τζομπανάκης, Ηλ. Κολοβός – Μαρ. Σαρηγιάννης
Μελέτες από το Επιστημονικό Συμπόσιο «Κρητικός Πόλεμος – Από την ιστορία στη λογοτεχνία.ε
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική πεζογραφία
Η πρώτη λευτεριά
Παντελής ΠρεβελάκηςΟ Κρητικός, βιβλίο δεύτερο€14.71€13.30“ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ”:
Ο Άι Λιάς είναι ο άγιος ο νεφοκράτης. Αυτός φουσατεύει τα τάγματα τα σύννεφα, αυτός τα κυβερνά που θαμολήσουν τα νερά τους. Οι βροχάδες που θα μαλακώσουν τη γης για το γυνί, και που θα φουσκώσουν το σπόρο μες στο αυλάκι, και θα πρασινίσουν το χωράφι, είναι στον ορισμό του αγίου. Οι καιροί είναι οι καπετάνιοι του. Ο Βοριάς κι ο Νοτιάς, ο Λεβάντης κι ο Γαρμπής, ο Σιρόκος… Ο Βοριάς είναι που κάνει τους βαριούς χειμώνες, τις βροχάδες, τα χιόνια και το κρύο.
Ο Λεβάντης χύνει τάγρια νερά, νερά με το βουβαλοτούλουμο. Ο Σιρόκος, και κείνος νεροφόρος. Αργεί να βρέξει, μα όταν το γυρίσει, κάνει σύγκλυση και θεοποντή. Ο Νοτιάς φυσάει, ξεραίνει την πλάση χωράφια, αμπέλια, κηποπέρβολα. Μα όταν νοτά και βρέχει, χαρά στον κόσμο! Γιατί είναι όλο γλύκα, σαν κατασταθεί βροχάρης, το νερό του ζεστό, και μεγαλώνει τα σπαρτά. Αρχές του Μάρτη, στα στερνοχείμωνα, ο Νοτιάς παρακινάει τα κλαδιά να ροδαμίσουν, να βοσκηθούνε τα ζωντανά. Στην καρδιά του χειμώνα, πολεμάει το Βοριά το λύκο, λιώνει τα χιόνια, ζεστοκοπάει τον κόσμο. Βολές – βολές, ξεγελάει τα δέντρα να σκάσουνε τους κόμπους, η γης πετάει το γρασιδάκι, ανθίζουν οι λεμονιές. Ο Γαρμπής είναι ο καιρός ο κρύος. Νερό και χιόνι απόλιγο, μα περίσσιος ψόφος… - Ελληνική πεζογραφία
Flora Mirabilis
Κλαίρη Μητσοτάκη€12.72€11.50Στ’ Ανώγεια, στους γάμους πηγαίνουν κανίσκι. Βάζουνε τα τρόφιμα σε μια σακούλα, τη σηκώνουνε στους ώμους και πάνε.
Παντρευόταν κάποιος που είχε γυρέψει τη Φράγκα, αλλ΄εκείνη ήταν δύσκολη και δεν ήθελε να παντρευτεί. Το κανίσκι έπρεπε να το πάει αυτή, που ήταν η πο μεγάλη, αλλά ήταν μαλωμένη με τον πατέρα της, είχε πεισμώσει και δεν ήθελε να πάει.
Λέει της Αλεξάντρας ο πατέρας της: “Πήγαινε να πεις της Φράγκας να σηκωθεί να πάρει το κανίσκι και να το πάει”. Της το λέει η Αλεξάντρα, αλλά εκείνη ήταν αμετάπειστη. “Πάρε το να το πας εσύ”, της λέει της Αλεξάντρας ο πατέρας της. Εκείνη ντύνεται, παίρνει το κανίσκι και το πάει. Όμως αισθανόταν άσχημα που το πήγαινει αυτή, η μικρότερη. - ΚΡΗΤΙΚΑ
Κατίνα Παΐζη
Νίκη ΤρουλλινούΠόσο πολύ σ'αγάπησα€16.50€15.00Η ποιήτρια Κατίνα Παΐζη γεννήθηκε στην Ανώπολη Σφακίων το 1911, έζησε στο Ηράκλειο και πέθανε στην Αθήνα το 1996. Ξεχωριστή ποιητική φωνή της γενιάς του μεσοπολέμου, αδελφή της σπουδαίας ηθοποιού Αλέκας Παΐζη, τα τελευταία χρόνια έγινε γνωστή με το ποίημα της “Πόσο πολύ σ’ αγάπησα” που έγινε τραγούδι με τη φωνή του Χρήστου Θηβαίου.
Το βιβλίο περιλαμβάνει ανθολόγιο των ποιημάτων της και των πεζών της, τόσο από τις εκδόσεις των βιβλίων της, όσο και κείμενα για τη ζωή της από τη συγγραφέα, Νίκη Τρουλλινού, καθώς και ένα μέρος της αλληλογραφίας της με τον Νίκο Πλουμπίδη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Γιάννη Σκαρίμπα, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Τάκη Καλμούχο, τον Βάσο Δασκαλάκη (σύζυγο της Έλλης Αλεξίου), τον Κ. Θ. Δημαρά και άλλους, με σχόλια από την επιμελήτρια του τόμου.
- Ελληνική πεζογραφία
Παντέρμη Κρήτη
Παντελής ΠρεβελάκηςΧρονικό του σηκωμού του '66€17.76€16.00Οι τάφοι από το σηκωμό του 66 παίρνανε πια να χλοΐζουνε. Τα κούτσουρα στα λιόφυτα και στ’ αμπέλια πετούσανε βλαστάρια και φύλλα. Στα χορταριασμένα χαλάσματα, οι χελιδόνες κουβαλούσανε τα φρύγανα και τη λάσπη να χτίσουνε καινούριες φωλιές. Τα γυναικόπαιδα της Κρήτης γυρίζανε καραβιές-καραβιές από τη λεύτερην Ελλάδα να ξαναρίξουνε ρίζα στο χώμα που τα γέννησε. Τρεις κάπου χρόνους, είχανε πορευτεί με το ζητιανοκόματο της προσφυγιάς είχανε στραγγισμένα τα μάτια τους να κλαίνε τους άντρες που σφαγιάζουνταν στο νησί είχανε πάνω τους σηκωμένα όσα ο άνθρωπος μπορεί να βαστάξει. Με το γονάτισμα του Σηκωμού, δένανε κόμπο την καρδιά τους και κινούσανε να ξαναμπούνε στη σκλαβιά – φτάνει να ματαδούνε τα μέρη τους και να θυμιάσουνε το χώμα όπου λιώναν οι άντρες κ’ οι πατεράδες τους. Παντέρμη Κρήτη! Έτσι είχανε πράξει -γενεές γενεών πρωτήτερα- κ’ οι γονέοι τους ύστερα από τον κάθε Σηκωμό.