Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ από την ιστορία στη λογοτεχνία
€15.00
Στυλ. Αλεξίου, Γ. Μαυρομάτης, Θεοχ. Δετοράκης, Αναστ. Μαρκομιχελάκης,
Στεφ. Κακλαμάνης, Χρ. Τζομπανάκης, Ηλ. Κολοβός – Μαρ. Σαρηγιάννης
Μελέτες από το Επιστημονικό Συμπόσιο «Κρητικός Πόλεμος – Από την ιστορία στη λογοτεχνία.ε
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική πεζογραφία
Η Πολιτεία
Παντελής ΠρεβελάκηςΟ Κρητικός, βιβλίο τρίτο€14.71€13.30O Κωσταντής στάθηκε στην ακροχωραφιά, λεύτερος και μοναχός. Το ψήλωμα όπου βρισκόταν έβανε αποκάτω του τη βρύση του χωριού και την πλατεία όπου συνηθούσαν ναποσπερίζουν οι χωριάτες. Δυο-τρία κληματόδεντρα ισκιώνανε τον τόπο, κ’ είχαν κρεμασμένα από τις κλάρες τους κάτι θεόρατα τσαμπιά, που θέλαν ακόμα καιρό για να μαυρίσουν. Οι πέτρες και τα ξερόχορτα στους φράχτες σταλάζανε το μάλαμα του απόβραδου.
- Ελληνική πεζογραφία
Παντέρμη Κρήτη
Παντελής ΠρεβελάκηςΧρονικό του σηκωμού του '66€17.76€16.00Οι τάφοι από το σηκωμό του 66 παίρνανε πια να χλοΐζουνε. Τα κούτσουρα στα λιόφυτα και στ’ αμπέλια πετούσανε βλαστάρια και φύλλα. Στα χορταριασμένα χαλάσματα, οι χελιδόνες κουβαλούσανε τα φρύγανα και τη λάσπη να χτίσουνε καινούριες φωλιές. Τα γυναικόπαιδα της Κρήτης γυρίζανε καραβιές-καραβιές από τη λεύτερην Ελλάδα να ξαναρίξουνε ρίζα στο χώμα που τα γέννησε. Τρεις κάπου χρόνους, είχανε πορευτεί με το ζητιανοκόματο της προσφυγιάς είχανε στραγγισμένα τα μάτια τους να κλαίνε τους άντρες που σφαγιάζουνταν στο νησί είχανε πάνω τους σηκωμένα όσα ο άνθρωπος μπορεί να βαστάξει. Με το γονάτισμα του Σηκωμού, δένανε κόμπο την καρδιά τους και κινούσανε να ξαναμπούνε στη σκλαβιά – φτάνει να ματαδούνε τα μέρη τους και να θυμιάσουνε το χώμα όπου λιώναν οι άντρες κ’ οι πατεράδες τους. Παντέρμη Κρήτη! Έτσι είχανε πράξει -γενεές γενεών πρωτήτερα- κ’ οι γονέοι τους ύστερα από τον κάθε Σηκωμό. - Ελληνική πεζογραφία
Flora Mirabilis
Κλαίρη Μητσοτάκη€12.72€11.50Στ’ Ανώγεια, στους γάμους πηγαίνουν κανίσκι. Βάζουνε τα τρόφιμα σε μια σακούλα, τη σηκώνουνε στους ώμους και πάνε.
Παντρευόταν κάποιος που είχε γυρέψει τη Φράγκα, αλλ΄εκείνη ήταν δύσκολη και δεν ήθελε να παντρευτεί. Το κανίσκι έπρεπε να το πάει αυτή, που ήταν η πο μεγάλη, αλλά ήταν μαλωμένη με τον πατέρα της, είχε πεισμώσει και δεν ήθελε να πάει.
Λέει της Αλεξάντρας ο πατέρας της: “Πήγαινε να πεις της Φράγκας να σηκωθεί να πάρει το κανίσκι και να το πάει”. Της το λέει η Αλεξάντρα, αλλά εκείνη ήταν αμετάπειστη. “Πάρε το να το πας εσύ”, της λέει της Αλεξάντρας ο πατέρας της. Εκείνη ντύνεται, παίρνει το κανίσκι και το πάει. Όμως αισθανόταν άσχημα που το πήγαινει αυτή, η μικρότερη.