Μαντόνα Σιξτίνα κ η αιώνια ανάπαυση
€9.50
Ο Γκρόσσμαν εμπνεύστηκε τη “Μαντόνα Σιξτίνα” από μια Μαντόνα του Ραφαήλ που οι σοβιετικές αρχές την είχαν μεταφέρει στη Μόσχα από τη Δρέσδη το 1945. Ο Γκρόσσμαν είδε τον πίνακα το 1955, στο διάστημα που εκτέθηκε στο Μουσείο Πούσκιν προτού επιστραφεί στην Πινακοθήκη της Δρέσδης. Επί σχεδόν 150 χρόνια η Μαντόνα Σιξτίνα του Ραφαήλ απολάμβανε στη Ρωσία μια αφοσίωση που άγγιζε τα όρια της λατρείας. Ο Ντοστογιέφσκι, λόγου χάρη, την έβλεπε ως το σύμβολο της πίστης και της ομορφιάς που θα ήταν η σωτηρία του κόσμου, και είχε κρεμάσει πίσω από το γραφείο του ένα μεγάλων διαστάσεων αντίγραφο της Μαντόνας. Το κείμενο του Γκρόσσμαν έχει λοιπόν διττή σημασία. Αποτελεί και αυτό μια ομολογία πίστεως, ενώ ταυτόχρονα η ιδιαίτερη διάρθρωσή του σηματοδοτεί τη μετάβαση στα πιο ελεύθερα μεταγενέστερα έργα του συγγραφέα, που δεν υπακούν πιστά στους κανόνες κάποιου λογοτεχνικού είδους – όπως το μυθιστόρημα Όλα περνούν, το ταξιδιωτικό σκαρίφημα Ευχές, το πεζογράφημα “Αιώνια ανάπαυση” και τα τελευταία του διηγήματα. Στη “Μαντόνα Σιξτίνα” ο Γκρόσσμαν αναμετριέται με τεράστια ερωτήματα. Πραγματεύεται απίστευτες τραγωδίες, όπως η κολεκτιβοποίηση και ο μεγάλος λιμός και αμφισβητεί -σε μια εποχή που διακυβευόταν όσο ποτέ άλλοτε η ίδια η επιβίωση της ανθρωπότητας- τη φύση και το σκοπό της τέχνης. Ο Γκρόσσμαν έγραψε τη “Μαντόνα Σιξτίνα” στο δεύτερο εξάμηνο του 1955, πιθανόν μέσα στον Νοέμβριο ή τον Δεκέμβριο, εάν υπολογίσουμε πόσες φορές αναφέρει στο κείμενο τη βόμβα υδρογόνου -οι δοκιμές για την πρώτη αμερικανική θερμοπυρηνική βόμβα είχαν γίνει το 1952 και η πρώτη σοβιετική δοκιμή έγινε τον Νοέμβριο του 1955. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)
Ο Γκρόσμαν γεννήθηκε στην Ουκρανία το 1905 από πατέρα Εβραίο, εγκαταστάθηκε στη Μόσχα το 1933 και τα γραπτά του εκτιμήθηκαν ενθουσιαστικά, αλλά στη συνέχεια ήρθε μοιραία οε σύγκρουση με το σοβιετικό κατεστημένο. Η αιτία; Αποτόλμησε μια σύγκριση ανάμεσα στα συστήματα των ναζί και σε εκείνα του σταλινισμού. Τα χειρόγραφα του θα κατασχεθούν από την Κα Γκε Μπε και ο συγγραφέας θα γνωρίσει διώξεις και απογοητεύσεις. Το μυθιστόρημά του “Ζωή και πεπρωμένο” θα θεωρηθεί απολεσθέν παρά ταύτα, μετά το θάνατο του, θα διασωθεί για να εκδοθεί στην Ελβετία τη δεκαετία του ’80, ενώ στη Ρωσία το 1988. Και στα δύο κείμενα του τόμου το δεσπόζον στοιχείο είναι μια θρηνητική διάθεση που άλλοτε, όπως στη “Μαντόνα Σιξτίνα”, προσλαμβάνει χαρακτήρα ορατόριου, ενώ στην “Αιώνια ανάπαυση” στην οποία περιγράφονται τα ρώσικα νεκροταφεία- n διάθεση του μεταλλάσσεται σε μια θερμή προσευχή ενός άθεου που δεν του είναι ξένη n προσευχητική διάθεση. “Ο Στάλιν, μ’ ένα αργό, μαλακό βήμα, παπούτσια σεβρό με χαμηλά τακούνια, πλησίασε τον πίνακα, ώρα, ώρα πολλή κοίταζε τα πρόσωπα της μάνας και του γιου, χαϊδεύοντας το γκρίζο μουστάκι. Άρα αναγνώρισε τη Μαντόνα Σιξτίνα; Την είχε συναντήσει όταν ήταν εξορία στη Σιβηρία, στο Νοβοουντίνακ, στο Τουρουχάν, στο Κουρέισκ, στα τρένα μεταφοράς φυλακισμένων, στις φυλακές μετάβασης; Τη σκεφτόταν άραγε την εποχή της δόξας του;”
Διαθεσιμότητα: Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας