Κρήτη Α΄+Β΄
€60.00
έκδοση: Σύνδεσμος Τοπικων Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων.
εκδοτική φροντίδα:Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη
Α΄ τόμος:1987
Β΄τόμος: 1988
Διαθεσιμότητα: Out Of Stock
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική πεζογραφία
Η πρώτη λευτεριά
Παντελής ΠρεβελάκηςΟ Κρητικός, βιβλίο δεύτερο€14.71€13.30“ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ”:
Ο Άι Λιάς είναι ο άγιος ο νεφοκράτης. Αυτός φουσατεύει τα τάγματα τα σύννεφα, αυτός τα κυβερνά που θαμολήσουν τα νερά τους. Οι βροχάδες που θα μαλακώσουν τη γης για το γυνί, και που θα φουσκώσουν το σπόρο μες στο αυλάκι, και θα πρασινίσουν το χωράφι, είναι στον ορισμό του αγίου. Οι καιροί είναι οι καπετάνιοι του. Ο Βοριάς κι ο Νοτιάς, ο Λεβάντης κι ο Γαρμπής, ο Σιρόκος… Ο Βοριάς είναι που κάνει τους βαριούς χειμώνες, τις βροχάδες, τα χιόνια και το κρύο.
Ο Λεβάντης χύνει τάγρια νερά, νερά με το βουβαλοτούλουμο. Ο Σιρόκος, και κείνος νεροφόρος. Αργεί να βρέξει, μα όταν το γυρίσει, κάνει σύγκλυση και θεοποντή. Ο Νοτιάς φυσάει, ξεραίνει την πλάση χωράφια, αμπέλια, κηποπέρβολα. Μα όταν νοτά και βρέχει, χαρά στον κόσμο! Γιατί είναι όλο γλύκα, σαν κατασταθεί βροχάρης, το νερό του ζεστό, και μεγαλώνει τα σπαρτά. Αρχές του Μάρτη, στα στερνοχείμωνα, ο Νοτιάς παρακινάει τα κλαδιά να ροδαμίσουν, να βοσκηθούνε τα ζωντανά. Στην καρδιά του χειμώνα, πολεμάει το Βοριά το λύκο, λιώνει τα χιόνια, ζεστοκοπάει τον κόσμο. Βολές – βολές, ξεγελάει τα δέντρα να σκάσουνε τους κόμπους, η γης πετάει το γρασιδάκι, ανθίζουν οι λεμονιές. Ο Γαρμπής είναι ο καιρός ο κρύος. Νερό και χιόνι απόλιγο, μα περίσσιος ψόφος… - ΚΡΗΤΙΚΑ
ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
Φραγκιαδάκης Ι. θεοχάρηςΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ€16.50€14.85Κρήτη, αρχές του 1900 Κάποιος, πρόσφατα αποφυλακισμένος, επιστρέφει στο χωριό του, αφού εξέτισε την ποινή του. Μαζί του φέρνει ένα χειρόγραφο σημειωματάριο εκατό και πλέον σελίδων που περιέχει μαντινάδες και άλλα τραγούδια της Κρήτης. Ο πρώην κατάδικος παραδίδει το σημειωματάριο σε οικογένεια του ίδιου χωριού, άγνωστο γιατί… Το ανθολόγιο αυτό της κρητικής ποιητικότητας των τελών του 19ου αιώνα περιλαμβάνει γνωστά αλλά και άγνωστα στιχουργήματα. Πιθανόν ο συντάκτης να συγκέντρωσε σε αυτό ποιήματα που άκουσε -ή και εμπνεύσθηκε- μέσα στη φυλακή… Κρήτη, δεκαετία του 1960 Ηλικιωμένη σε χωριό του νομού Χανίων έχει μαζέψει γύρω της μικρά και μεγάλα κορίτσια και τους τραγουδά τον θρήνο για τους Λαρεντζάκη και Παπαδάκη που είχαν απαγχονίσει οι τούρκοι το 1894. Κρατά στα χέρια της τη Συλλογή κρητικών τραγουδιών του Αριστείδη Κριάρη, την οποία πού και πού συμβουλεύεται. Μια έφηβη ακροάτρια, με στενογραφικές ικανότητες (!), καταγράφει το τραγούδι σε τέσσερα φύλλα αλληλογραφίας. Στο τέλος, μάλιστα, αισθάνεται την ανάγκη να παραθέσει εν είδει βιβλιογραφικής παραπομπής τον τίτλο, τον συγγραφέα, την πόλη και το έτος έκδοσης του βιβλίου που κρατά στα χέρια της η ηλικιωμένη. Το ίδιο μοιρολόι για τους Λαρεντζάκη και Παπαδάκη υπάρχει, μεταξύ άλλων στιχουργημάτων, και στο χειρόγραφο του 1900. Από την αντιπαραβολή των δύο χειρογράφων προέκυψαν πολύτιμα συμπεράσματα. Κεντρική Μακεδονία, μέσα της δεκαετίας του 1960 Σε στρατόπεδο πυροβολικού στο Πολύκαστρο Κιλκίς, κρητικοί φαντάροι τραγουδούν μαντινάδες του στρατού. Κάποιοι καταγράφουν τις μαντινάδες (αυτό γινόταν συνήθως πάνω σε πακέτα τσιγάρων) και, τελικά, τις στέλνουν στους δικούς τους στην Κρήτη μέσω της αλληλογραφίας για να τους πουν πώς περνάνε… Κρήτη, μέσα της δεκαετίας του 1980 Λαϊκός άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας, με έμφυτες, όχι σχολικές, ικανότητες στον λόγο και με γερή μνήμη, καταγράφει σε κλασικά μπλε τετράδια αυτά τα οποία θεωρούσε πως έπρεπε να αφήσει στους μεταγενέστερους ως γλωσσική και πνευματική παραδοση1 - Ελληνική πεζογραφία
Flora Mirabilis
Κλαίρη Μητσοτάκη€12.72€11.50Στ’ Ανώγεια, στους γάμους πηγαίνουν κανίσκι. Βάζουνε τα τρόφιμα σε μια σακούλα, τη σηκώνουνε στους ώμους και πάνε.
Παντρευόταν κάποιος που είχε γυρέψει τη Φράγκα, αλλ΄εκείνη ήταν δύσκολη και δεν ήθελε να παντρευτεί. Το κανίσκι έπρεπε να το πάει αυτή, που ήταν η πο μεγάλη, αλλά ήταν μαλωμένη με τον πατέρα της, είχε πεισμώσει και δεν ήθελε να πάει.
Λέει της Αλεξάντρας ο πατέρας της: “Πήγαινε να πεις της Φράγκας να σηκωθεί να πάρει το κανίσκι και να το πάει”. Της το λέει η Αλεξάντρα, αλλά εκείνη ήταν αμετάπειστη. “Πάρε το να το πας εσύ”, της λέει της Αλεξάντρας ο πατέρας της. Εκείνη ντύνεται, παίρνει το κανίσκι και το πάει. Όμως αισθανόταν άσχημα που το πήγαινει αυτή, η μικρότερη. - Ελληνική πεζογραφία
Η Πολιτεία
Παντελής ΠρεβελάκηςΟ Κρητικός, βιβλίο τρίτο€14.71€13.30O Κωσταντής στάθηκε στην ακροχωραφιά, λεύτερος και μοναχός. Το ψήλωμα όπου βρισκόταν έβανε αποκάτω του τη βρύση του χωριού και την πλατεία όπου συνηθούσαν ναποσπερίζουν οι χωριάτες. Δυο-τρία κληματόδεντρα ισκιώνανε τον τόπο, κ’ είχαν κρεμασμένα από τις κλάρες τους κάτι θεόρατα τσαμπιά, που θέλαν ακόμα καιρό για να μαυρίσουν. Οι πέτρες και τα ξερόχορτα στους φράχτες σταλάζανε το μάλαμα του απόβραδου.