Ιστορία της Κρήτης
€13.00
«Κατά το 1836 έτος, ότε εξέδωκα την παρ’ εμού εκ του Γαλλικού του Δ.Ο. Δάπερ μεταφρασθείσαν ακριβή περιγραφήν της Κρήτης, υπεσχέθην περί το τέλος της εισαγωγής εκείνης ότι θέλω σπεύσει να εκδώσω και την ιστορίαν της Κρήτης, μεταφρασθείσαν ομοίως παρ’ εμού, εκ του δωδεκάτου τόμου της Γενικής Ιστορίας, το Λιμενολόγιον του Ερρίκου Μιχελότου την ιστορίαν του αρχαίου ποιητού και φιλοσόφου της Κρήτης Επιμενήδου (κατά το ιστορικόν και κριτικόν λεξιλόγιον του Ι.Γ. Σχιοφεπιέ) και άλλα διάφορα. Αλλ’ επειδή το απόκεντρον και μεμακρυσμένον από την πρωτεύουσαν μέρος της Λαμίας, όπου οκτώ συνεχή έτη διέτριψα, μ’ εμπόδισε να εκτελέσω την υπόσχεσίν μου εκείνην, ιδού, ήδη σχολάζων εις Αθήνας, επρόσθεσα την εν των μεγάλω γεωγραφικώ, ιστορικώ τε και κριτικώ λεξικώ του Μ. Βρούζεν περιγραφήν της Κρήτης, αυτοκρατορικά τινά έγγραφα περί διανομής των γαιών αυτής εις τους δώδεκα από Κωνσταντινουπόλεως ελθόντας εκεί ευγενείς, αποσπάσματα εκ των του Γ. Φραντζή, εκ της Γεωγραφίας του Β. Γυθρή, και εκ της ιστορίας της Ενετικής δημοκρατίας του Π. Δαρύ, περί των επαναστάσεων των Κρητών εναντίον των Ενετών, τέλος περί της κατακτήσεως της Κρήτης υπό των Οθωμανών και εκδίδω αυτά συνδρομή, των φιλομούσων και φιλίστορων, επιμεληθείς όσον ηδυνάμην να μην απομακρυνθών από την έννοιαν του γαλλικού κειμένου.
Διαθεσιμότητα: Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική πεζογραφία
Το δέντρο
Παντελής ΠρεβελάκηςΟ Κρητικός, βιβλίο πρώτο€14.71€13.30Από την ισκιαδερή μεριά του Ψηλορείτη, πάνω σε μια κορφούλα μέσα στο λαγκάδι του Αμαριού, στέκει ένα θεορατικό χάλασμα που οι ντόπιοι το λένε Μεροβίγλι και που σε περασμένο καιρό είταν βενετικός πύργος. Οι αγριοσυκιές, οι βάτοι κ’ η τσουκνίδα θρασεύουνε στα πόδια του, και τα Όρνια, πούχουν τις φωλιές τους στα ρημάδια, στρινιάζουν κάθε τόσο ψηλά από τα μπεντένια του και φοβερίζουν την ερημιά. Γκρεμισμένες οι καμάρες του, τρύπιοι οι κουμπέδες του, χορταριασμένα τα ντουβάρια. Και μονάχα αντιπαλεύει την υβρισιά του καιρού και του θανάτου μια δρακοντική μονόπετρα, εν’ ανώφλι, με χαραγμένα πάνω του τα λόγια: ΑΡΧΗ ΣΟΦΙΑΣ ΦΟΒΟΣ ΚΥΡΙΟΥ. ΔΟΓΗΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΡΕΒΙΖΑΝΟΣ ΕΤΟΣ ΚΥΡΙΟΥ 1554. Κάθε πρωί, ο αφέντης Ήλιος, όταν καβαλάει το ζυγό του Ψηλορείτη και κορφοκοιτάζει λιόφυτα κι αμπέλια, χτυπάει με τη ματιά του και την πέτρα. Κι αυτή, άσπρη απ’ τις βροχές και παστρική απ’ τους ανέμους, δέχεται γελούμενη το καλημέρισμα και του το γυρίζει σπιθίζοντας.
- Ελληνική πεζογραφία
Όταν ήμουν δάσκαλος
Ιωάννης Κονδυλάκηςκαι άλλα διηγήματα€11.80€10.70Με χιλιάδες σελίδες καθημερινών χρονογραφημάτων στο ενεργητικό του, ο Γιάννης Κονδυλάκης στάθηκε -ίσως, ή κυρίως γι’ αυτόν το λόγο- από τους πιο “ολιγογράφους” της γενιάς του, αφήνοντας δύο μόνον τόμους διηγημάτων και μία εκτεταμένη νουβέλα, τον πολύκροτο “Πατούχα” – αν δεν θεωρήσουμε τους “Άθλιους των Αθηνών” μέσα στις αυστηρές προδιαγραφές του προσωπικού του ύφους.
Τα διηγήματα των δύο αυτών τόμων, και εντελώς ιδιαίτερα το “Όταν ήμουν δάσκαλος” και η “Πρώτη αγάπη”, αποτυπώνουν από τη μια μεριά ανάγλυφες τις αρετές του Κονδυλάκη (λιτότητα, αίσθηση του περιττού, θεματική ευθυβολία, πολιτισμένο χιούμορ) αλλά από την άλλη αφήνουν μια γεύση πικρίας: τι θα μπορούσε περισσότερο ο Κονδυλάκης αν οι περισπάσεις του βίου και η δημοσιογραφική καθημερινότητα του επέτρεπαν μια πιο άνετη αφοσίωση στο κυρίως συγγραφικό του έργο.
Ακόμα, στην “Πρώτη αγάπη” -το κύκνειό του άσμα-, ιστορία του έρωτα ενός πεντάχρονου αγοριού προς μια πολύ μεγαλύτερή του κοπέλα, έρωτα απελπισμένου και παρατεινόμενου ως το μοιραίο τέλος (μια κλασική φροϋδική περίπτωση πριν τον Φρόυδ), η ψυχογραφική διεισδυτικότητα και η τόλμη του συνήθως νηφάλιου και “συντηρητικού” Κονδυλάκη εκπλήσσουν και γοητεύουν τον σημερινό αναγνώστη. - Ιστορία
Εξόριστοι στο «νησί του θανάτου». Μαρτυρίες, ντοκουμέντα και δημοσιεύματα για τις εκτοπίσεις αγωνιστών στη Γαύδο
Δαμασκηνός, Δημήτρης€21.50€19.40Καταμεσής στο Λιβυκό πέλαγος με τ’ αφρισμένα πάντα νερά, άγρια, μανιασμένα, απύθμενα. Εκατόν εβδομήντα πέντε μίλια μακριά απ’ τον Πειραιά. Κοντά, πολύ κοντά στα παράλια της Αφρικής. Θαρρείς και σε λίγο θα ξεπροβάλει μπροστά σου, πέρα εκεί στην καμπύλη του ομιχλώδικου ορίζοντα, η Αλεξάνδρεια. Κάμποσες ώρες μακριά απ’ αυτή. Εκατόν σαράντα με σαρανταπέντε μίλια. Λίγα σπίτια. Μοιάζουν μ’ αχούρια. Άνθρωποι και ζώα κοιμούνται μαζί. Φτωχοί νησιώτες, άμαθοι και άβγαλτοι παραδομένοι στην ποικιλότροπη εκμετάλλευση. Λίγη βλάστηση, λίγες δεκάδες κάτοικοι. Απέναντι, βορεινά, τα κακοτράχαλα Σφακιά, η Κρήτη, κ’ ύστερα τίποτα. Το μάτι σου κουράζεται ν’ απλώνεται στην απέραντη θάλασσα.
Να, η Γαύδος! Μούρχονται στο νου τα άλλα νησιά της εξορίας. Όσα έχω ακούσει, κι όσα είδα, γεύτηκα ο ίδιος την πίκρα τους. Τα κυριότερα ας πάρουμε. Ανάφη, Φολέγανδρος, Άη Στράτης, Σίκινος, Νηός, Σίφνος, Αμοργός. Αδίσταχτα μπορώ να ειπώ, ούτε κατά φαντασία δεν μπορούν να συγκριθούν στη φρίκη με τούτο εδώ το ποντικόνησο.
Να, μια εικόνα της φρίκης. Ο άγριος χαμός, ο θάνατος του Καραντεμίρη. Πως πέθανε; Μήτε και μείς καλά-καλά το καταλάβαμε, δεν πιστέψαμε, ήταν τόσο γερός. Ο πιο γερός απ’ όλους. Αγρότης απ’ την Αγιάσο της Μυτιλήνης. Κι όμως. Εκεί κάτω πας γερός, βράχος στο σώμα σαν τον Καραντεμίρη και φεύγεις τσακισμένος, καμπουριασμένος απ’ τους ελώδεις. Δεν έχεις γλυτωμό εκεί κάτω. Αλλού ναι, εκεί κάτω όχι.