“Ένα μουγκρητό οδύνης και οργής υψωνόταν στην πόλη, και αντηχούσε ακατεύναστα, ανυποχώρητα, αφανίζοντας κάθε άλλο θόρυβο, τονίζοντας ρυθμικά το μεγάλο ψέμα. Ζει, ζει, ζει! Μουγκρητό που δεν είχε τίποτε το ανθρώπινο. Δεν υψωνόταν από ανθρώπινα όντα, πλάσματα με δυο χέρια και δυο πόδια και μια δική τους συνείδηση, υψωνόταν από ένα τερατώδες και ασύνετο θεριό, το πλήθος, το χταπόδι που το καταμεσήμερο, καλυμμένο από σφιγμένες γροθιές, στρεβλωμένα πρόσωπα, συσπασμένα στόματα, είχε κατακλύσει την πλατεία Μητροπόλεως, έπειτα είχε απλώσει τα πλοκάμια στους παρακείμενους δρόμους φράζοντάς τους, καταβυθίζοντάς τους με την ανηλεή λάβα που στο ορμητικό της πλημμύρισμα καταπίνει κάθε εμπόδιο, ξεκουφαίνοντάς τους με το ζει, ζει, ζει”.
Η Οριάνα Φαλλάτσι, σύντροφος του Αλέκου Παναγούλη τα τελευταία χρόνια της ζωής του, εκδίδει το Ένας άντρας τον Ιούλιο του 1979 στην Ιταλία, τρία χρόνια μετά τον αδόκητο θάνατό του σε ηλικία 36 ετών.
Το βιβλίο γίνεται παγκόσμια επιτυχία, μεταφράζεται σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες. “Είχε πεθάνει αυτός που αγαπούσα και είχα ξεκινήσει να γράφω ένα μυθιστόρημα που θα έδινε νόημα στην τραγωδία” γράφει η Φαλλάτσι. Και σε μια συνέντευξή της δηλώνει: “Διαβάζοντας Προπ, είδα πως η ιστορία του Παναγούλη αντιστοιχούσε στη δομή ενός παραμυθιού: Η μύηση, η περίοδος της μεγάλης δοκιμασίας, η επιστροφή στο χωριό, η τελευταία πρόκληση, η αποθέωση ή ο θάνατος”. Και συμπληρώνει: “Δε λέω ποτέ πως ήταν ήρωας -βεβαίως και ήταν ήρωας, αλλά μου φαίνεται περιοριστικό να το λέω-, ήταν πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα ένας ποιητής, ένας καλλιτέχνης, και ο ηρωισμός του ήταν απόρροια της ποίησής του”.
“Η συνάντηση του Παναγούλη με τη Φαλλάτσι ήταν όπως έπρεπε να είναι, για όλους εμάς που παρακολουθούσαμε. Εκδίκηση της ομορφιάς και της γενναιότητας απέναντι στη Χούντα, η οποία κράτησε έναν χρόνο ακόμα μετά την απελευθέρωση του Παναγούλη και τη γνωριμία τους. Οι φωτογραφίες τους με τις λεζάντες που πληροφορούσαν για τη σχέση τους ήταν θρίαμβος για εμάς που βομβαρδιζόμασταν από τις εικόνες της Χούντας. Πόσο όμορφοι ήταν εκείνοι οι δυο, πόσο άσχημοι όσοι τους κατηγορούσαν”. (Από τον πρόλογο της Άννας Δαμιανίδη στην ελληνική έκδοση)