Η γραμμή του ορίζοντος
Η ταυτότητά της γράφει Ρέα Φραντζή, ελαφρά ντυμένη, έχει μερικά λεφτά, κάθεται με την πλάτη ακουμπισμένη στον απέναντι τοίχο του μικρού μαγέρικου, στην πλατεία του Άνω Κάμπου, απέναντι από την άσπρη εκκλησία, χιλιάδες χρόνια μετά την Αποκάλυψη, εννιακόσια χρόνια από τότε που ο μοναχός Χριστόδουλος έχτισε ένα μοναστήρι εκεί που ήταν ο ναός της Αρτέμιδος, τρεις μέρες από τότε που χώρισε με τον άντρα της. η άσπρη εκκλησία τρυπάει τον γαλάζιο ουρανό, για πρώτη φορά βλέπει ζωντανή μπροστά στα μάτια της την ελληνική σημαία. Κάτω από τη σημαία παρελαύνει πάνοπλος ο ξανθός κόσμος, πηγαίνει να ψηθεί, πηγαίνει για μπάνιο τρέχει να ξεκουραστεί. Κανείς δεν προσέχει τη σημαία που στέκει αόρατη, μόνο μια γυναίκα που μόλις χώρισε είναι σε θέση να την αντιληφθεί, βγάζει τα μαύρα γυαλιά και ο ήλιος την τυφλώνει.
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική πεζογραφία
Σασμός
Σπύρος Πετρουλάκης€17.70€16.00Ο άντρας σηκώνει το χέρι του και σημαδεύει. Οι επτά πυροβολισμοί που ακούγονται ωχριούν μπροστά στην κραυγή του παιδιού: «Πατέρα…». Αλήθεια ή πλάνη; Τυχαίο γεγονός ή βεντέτα; Οι καταστάσεις περιπλέκονται και παίρνουν ανεξέλεγκτη τροπή.
Ακολουθεί δεύτερος θάνατος – αυτήν τη φορά μια γυναίκα. «Τις γυναίκες και τα κοπέλια δεν τα σκοτώνουν. Αλλού να ψάξετε για τον φονιά. Όχι στη βεντέτα…» Τα λόγια των μυστών ακούγονται ουτοπικά.
«Πάρε την κοπελιά μας και αλαργέψετε αμέσως από την Κρήτη. Δεν θα αργήσει να γίνει κι άλλο κακό. Φύγετε…» Μια μάνα μαζί με την κόρη της, εν μία νυκτί, εξαφανίζονται από προσώπου γης. Ένα κλειδί μένει κρεμασμένο στην πρόκα του τοίχου και μια μαντινάδα στέκει ατελείωτη.
Όρη και θάλασσες, τραγούδια και κατάρες, οργή και χάδι. Μέσα στις αντιθέσεις της φωτιάς, οι άνθρωποι χτίζουν τα όνειρά τους. Ωστόσο, η θέληση και το πάθος δεν αρκούν. Τα πάντα μπορούν να ανατραπούν ακαριαία.
Ένας ατέρμονος κύκλος αίματος συνεχίζεται και η παλιά βεντέτα, σαν εφιάλτης, σκορπά τον τρόμο ανάμεσα σε δυο χωριά της Κρήτης. Οι λέξεις ποτέ δεν είχαν αρκετή δύναμη για να περιγράψουν τόσο ακραία συναισθήματα. Τι θα μπορούσε να επιφέρει τη συμφιλίωση, τον πολυπόθητο Σασμό;
- Ελληνική πεζογραφία
Στη φωλιά του ιππόκαμπου
Ευτυχία Γιαννακάκη€16.60€15.00Μια μαχόμενη δημοσιογράφος εντοπίζεται νεκρή στην πισίνα ενός ρετιρέ στο Κολωνάκι, στο διαμέρισμα του πρώην συζύγου της, διακεκριμένου ζωγράφου, που παραμένει εξαφανισμένος. Στο στήθος της έχει ένα τατουάζ με έναν τεράστιο ιππόκαμπο. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και η κοινή γνώμη αναστατώνονται, με τα πιθανά σενάρια της δολοφονίας να μένουν ανοιχτά μέχρι το τέλος.
Το κουβάρι αυτής της υπόθεσης, που ξεδιπλώνεται μεταξύ Ύδρας και Αθήνας, εμπλέκει τον αστυνόμο Χάρη Κόκκινο και την ομάδα του σε μια υπόθεση που τους φέρνει αντιμέτωπους με φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας, κυκλώματα τέχνης, τα όρια της δημιουργίας και τα κλειστά στόματα της μικρής κοινωνίας που μπορεί να βρίσκεται σε ένα νησί ή στην καρδιά μιας μεγαλούπολης.
Αυτό το βιβλίο αποτελεί το δεύτερο μέρος της “Τριλογίας του βυθού”, ενός εύπλαστου σύμπαντος, ενός βυθού που καταπίνει τα πάντα εκτός από τις ιστορίες μας, αληθινές μέσα στο ψέμα τους και ψεύτικες μέσα στην αλήθεια τους, νομίζοντας ότι έχουμε αντιληφθεί πώς παίζεται το παιχνίδι και διαπιστώνοντας κάθε φορά ότι δεν ήταν μόνο αυτό, ότι στη φωλιά του ιππόκαμπου κανείς μας δεν είναι αθώος. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)“Αυτή θα ήταν μια καλή υπόθεση για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αν δεν είχα λάβει ένα μέιλ από το θύμα την παραμονή της δολοφονίας του και αν δεν γνώριζα ότι οι ιππόκαμποι κολυμπούν κόντρα στο ρεύμα μέχρι να σπάσει η καρδιά τους”.
- Ελληνική πεζογραφία
Η πόλη που δεν ήθελα να θυμάμαι το όνομά της
Γιώργος Φιορέντζης€14.80€13.30Με αφορμή ένα reunion 30 χρόνια μετά, θα επιστρέψει πίσω στην πόλη που μεγάλωσε. Εκεί θα μπει σε μία ιδιότυπη μηχανή του χρόνου και θα ξεκινήσει ένα ταξίδι στο χρόνο με μικρές αυτοτελείς ιστορίες που όλες όμως συνδέονται κάπως μεταξύ τους.
Το ταξίδι ξεκινάει στην πλατεία των Λιονταριών, που υπάρχουν χυμένες κολόνιες στο δρόμο και πειρατικά καράβια, πετάγεται για λίγο στην Παλαιόχωρα και στον Μακρύ Γιαλό που πέφτει από μπαλκόνια, ταξιδεύει με τα παλιά πλοία της Κρήτης, ακούει ραδιοφωνικό θέατρο σε μια μικρή αποθήκη κάπου κοντά στον Άγιο Μηνά, ξεσαλώνει στην παλιά «Αθηνά», πάει στο Ανωγειανό Δημοτικό και στο 2ο Γενικό Γυμνάσιο και Λύκειο. Βλέπει πεθαμένους νεκροθάφτες που τον βρίζουν, φλερτάρει με όμορφα φαντάσματα σε πάρτι, γνωρίζει τα σινεμά της πόλης, βλέπει πλοία – φαντάσματα στον Άγιο Νικόλαο και ακούει ριζίτικα σε χασαποταβέρνες.
Πριν χαθεί σε ένα δάσος κάπου στη Μακεδονία, περνάει μια βόλτα από το «Καφεθέατρο», τρώει ζεστές καραμέλες μέντες στο Καμαράκι και βλέπει πεθαμένους αρχιεπίσκοπους να κουνιούνται στον Άγιο Μηνά. Τέλος παίρνει ένα παλιό ταξί Opel Record και γυρίζει πίσω στις 23 Μαΐου του 1941, την ώρα των βομβαρδισμών από τους Γερμανούς, παίρνει μέρος σε μάχες με τους Τούρκους σε μοναστήρια – φρούρια στο Πετροκεφάλι, ακούει Carmen στο γυμναστήριο του Τσακιρίδη και καταλήγει στο ξενοδοχείο του…
…την Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου του 2019 λίγο πριν τις 9 το βράδυ. Λίγο πριν το ραντεβού του δηλαδή με παλιούς φίλους που έχει να δει 30 χρόνια.
- Ελληνική πεζογραφία
Σκυφτοί περάσανε
Ατζακάς Γιάννης€14.50€13.00ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
AΡΚΕΙ ΜΙA ΜΙΚΡH ΡΩΓΜH και, όπως το πιο ακριβό αλάβαστρο, οι καρδιές ραγίζουν, τα σώματα διαλύονται και σέρνονται σαν σκυφτές σκιές, σαν ένας αόρατος θίασος, που οι μοιραίοι του ήρωες ψιθυρίζουν τα λιγοστά τους λόγια και αποσύρονται στη σιωπή.
Παρασκευάς : Η φωνή μου δεν βγαίνει, δεν ακούγεται, σαν ένα μουσικό όργανο που του έσπασαν τις χορδές, κι από τον έξω κόσμο μόνον ένα ασταμάτητο βουητό, σαν φτεροκόπημα από μακρινό μελίσσι, φτάνει στ’ αυτιά μου.
Φανούρης : Είμαι γητευτής φιδιών κι αυτός που με το ξόρκι του μπορεί να δένει ακόμη και τα όρνεα του ουρανού.
Αργυρός : Στου πιοτού τη ζάλη μουρμούριζα κάποια ασυνάρτητα λόγια, μπερδεμένα με κομμάτια από παλιούς δραματικούς μου ρόλους.
Ιάκωβος : Είχα φτάσει στο οροπέδιο της ζωής μου, χωρίς να έχω ποτέ αγγίξει καμιά κορφή, χωρίς ένα πέταγμα, ούτε ένα μικρό φτερούγισμα, μια ζήση τραχιά σαν πέτρα, όπως το ηπειρώτικο οροπέδιο, όπου γεννήθηκα.
Σπύρος : Είμαι « ο άρχοντας των τειχών ». Το ταπεινό παράπηγμα, όπου μεγάλωσα, το γαντζωμένο στο ανατολικό τείχος της πόλης, ήταν η δική μου βυζαντινή αυλίτσα.
Αστέριος : Αναρωτιόμουν πώς ξέφυγα από την τυραννική επικράτεια της μητέρας, πώς βγήκα από τη βαριά σκιά του πατέρα, πώς πέταξα σαν πουλί μέσα από κείνες τις φοβερές εφηβικές συμπληγάδες και έφτασα σ’ αυτό το ειρηνικό και γλυκό λυκόφως της ζωής μου.
Μωρίς : Πέρασα μια ζωή προσπαθώντας να ξεχάσω, να γίνω ο άνθρωπος που υπήρξα κάποτε. Δεν τα κατάφερα. Έμεινα για πάντα ο αριθμός που είχε χαράξει στο δέρμα μου το θηρίο.