Η αλχημεία της ευτυχίας
€10.80
€12.00 €10.80
Τὸ De finibus bonorum et malorum γράφτηκε μέσα σὲ λίγους μῆνες καὶ ὁλοκληρώθηκε τὸν Ἰούνιο τοῦ 45 π.Χ., ὅταν ὁ Κικέρων ἦταν 61 ἐτῶν. Θέμα τοῦ ἔργου ἀποτελεῖ μιὰ ἐκδοχὴ τοῦ σωκρατικοῦ ζητήματος «πῶς πρέπει νὰ ζοῦμε». Κεντρικὸ εἶναι τὸ ἐρώτημα ποιὸ θεωρεῖται τὸ μεγαλύτερο ἀγαθὸ (finis bonorum, summum bonum) ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε καὶ ποιὸ τὸ μεγαλύτερο κακὸ ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε (finis malorum, summum malum). Οἱ ἀπαντήσεις δίνονται σὲ τρεῖς διαλόγους ἑνωμένους μεταξύ τους, στοὺς ὁποίους παρουσιάζονται κριτικὰ οἱ ἠθικὲς θεωρίες τοῦ Ἐπίκουρου (βιβλία I–II), τῶν στωικῶν (III–IV) καὶ τοῦ πλατωνικοῦ Ἀντίοχου (V). Συνεκτικὸ στοιχεῖο εἶναι ἡ σκεπτικιστικὴ μέθοδος τοῦ Κικέρωνα, ὁ ὁποῖος δηλώνει ὅτι ἐμπνέεται ἀπὸ τὸν Σωκράτη καὶ τὴ σκεπτικὴ Ἀκαδημία (τοῦ Ἀρκεσίλαου καὶ τοῦ Καρνεάδη). Τὸ ἔργο φιλοξενεῖ ἔτσι ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐξεταζόμενες ἠθικὲς θεωρίες καὶ αὐτὴ τῆς σκεπτικῆς Ἀκαδημίας, ὅπως τὴν ἀντιλαμβανόταν ὁ Κικέρων. Ἡ συγκεκριμένη στάση ἀποτυπώνεται στὴ διαλογικὴ μορφὴ τοῦ ἔργου, στὴν ἐξέταση τῆς πειστικότητας τῶν ἠθικῶν θεωριῶν (ἔλεγχος) καὶ στὸ ἀπορητικὸ τέλος του. Τὸ De finibus συγκαταλέγεται στὰ πολυτιμότερα κείμενα τῆς ἀρχαίας ἠθικῆς φιλοσοφίας ὄχι μόνο ὡς βασικὴ πηγὴ τῶν ἑλληνιστικῶν ἠθικῶν θεωριῶν ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐνδελεχὴ διερεύνηση τῶν ἠθικῶν ἐρωτημάτων καὶ τῶν δυνατῶν ἀπαντήσεων, ἡ ὁποία ἐμπλέκει τὸν ἀναγνώστη μὲ τρόπο ἀνάλογο τῶν σωκρατικῶν διαλόγων.
«Στα μισά μιας σκοτεινής υπόθεσης που απαιτεί μέγιστη υπευθυνότητα, δεν είναι και λίγο να διατηρείς– μ᾽ όποιο τέχνασμα! – ηλιόλουστη τη διάθεσή σου»: Έτσι ξεκινάει το Λυκόϕως των Ειδώλων, ένα συναρπαστικό σφυροκόπημα αιώνιων ειδώλων, ένα «διονυσιακό φινάλε» για τον φιλόσοφο στη σκιά του οποίου κινήθηκαν όλοι οι μεταγενέστεροι.
Το Λυκόφως μαζί με τον Αντίχριστο και το Ecce Homo είναι τα τρία τελευταία έργα του Φρ. Νίτσε. Γράφτηκε το 1888, τη στερνή νηφάλια χρονιά του Νίτσε, την περίοδο που ο ίδιος περιγράφει σαν «την τέλεια μέρα που όλα ωρίμαζαν».
Η τελευταία αυτή δημιουργική περίοδος του Νίτσε είναι μοναδική στα χρονικά της λογοτεχνίας, όπως τονίζει ο Στέφαν Τσβάιχ: «Ίσως ποτέ, σ᾽ ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα, καμιά μεγαλοφυία δεν σκέφτηκε τόσο εντατικά, υπερβολικά και ριζικά. Ποτέ ανθρώπινος νους δεν κατακλύστηκε έτσι από ιδέες, δεν γέμισε από εικόνες και δεν πλημμύρισε από μουσική, όπως ο σημαδεμένος της Μοίρας εγκέφαλος του Νίτσε».
Βγαλμένο απ’ την πολεμική σχολή της ζωής . –« Ό,τι δε με σκοτώνει, με δυναμώνει» (από τις γνωστότερες φράσεις του Λυκόφωτος) το βιβλίο στήνει νέες αξίες, χαράζει καινούργιες ορίζουσες, σπάζοντας τις πλάκες των παλιών, σ᾽ όλη τη σφαίρα της ποίησης, της ϕιλοσοϕίας, του γενικότερου στοχασμού.
Ηράκλειτος, Αριστοτέλης, Σωκράτης, Σοπενάουερ, Θουκυδίδης, Φλωμπέρ, Πλούταρχος, Ελεάτες, Δημόκριτος, Κάντ, Πασκάλ, Γκαίτε, Ρουσσώ, Σίλλερ, Δάντης, Ουγκό, Λιστ, Ζολά, Μπαλζάκ, Ραϕαέλο, Λόπε ντε Βέγα, Δαρβίνος, Ιούλιος Καίσαρ, Βάγκνερ, Ναπολέων, Ντοστογιέφσκι, Σταντάλ, Σπινόζα, Βίνκελμαν: μερικοί μόνο από όσους στηρίζουν τον πολιτισμό μας που ο Νίτσε «περνά από κόσκινο».
«Τούτο το γραφτό κεφάτο, ολέθριο, ένας δαίμονας που γελάει», όπως λέει ο φιλόσοφος στην αυτοβιογραφία του, «είναι το βιβλίο-εξαίρεση: τίποτα πλουσιότερο σε ουσίες, πιο ανεξάρτητο, πιο ανατρεπτικό».
έκδοση του 1977
Να, για ν’ αρχίσουμε, μερικές εικόνες: είναι το μερίδιο της τέρψης που ο συγγραφέας προσφέρει στον εαυτό του τελειώνοντας το βιβλίο του. Πρόκειται για μια τέρψη γοητείας (και κατά συνέπεια αρκετά εγωιστική). Έχω κρατήσει μόνο τις εικόνες που με συγκλονίζουν, χωρίς να ξέρω το γιατί (η άγνοια αυτή είναι χαρακτηριστικό της γοητείας, κι ό,τι πω για κάθε εικόνα δεν θα είναι παρά φανταστικό).
Ωστόσο, θα πρέπει να το παραδεχτώ, μόνον οι εικόνες της νιότης μου με γοητεύουν. Η νιότη μου δεν ήταν δυστυχισμένη, κι αυτό χάρη στη στοργή που με περιέβαλλε. Ήταν όμως αρκετά άχαρη, εξαιτίας της μοναξιάς και της υλικής σφίξης. Δεν είναι λοιπόν η νοσταλγία κάποιας ευτυχισμένης εποχής που με κάνει να στέκομαι μαγεμένος μπροστά σ’ αυτές τις φωτογραφίες, αλλά κάτι πιο συγκεχυμένο.
Όταν ο ρεμβασμός (η έκπληξη) συνθέτει την εικόνα σαν κάτι το ξεχωριστό, όταν τη μετατρέπει σε αντικείμενο μιας άμεσης απόλαυσης, δεν έχει πια καμιά σχέση με τη σκέψη -ακόμα κι αν αυτή είναι ονειροπόλα- μιας ταυτότητας. Ταράζεται και μαγεύεται από ένα όραμα που δεν είναι καθόλου μορφολογικό (δεν μοιάζω ποτέ με τον εαυτό μου), αλλά μάλλον οργανικό. Καθώς περικλείνει όλο το γονεϊκό πεδίο, η εναλλαγή των εικόνων δρα σαν ένα μέντιουμ και με βάζει σ’ επαφή με το «Εκείνο» του σώματός μου. Γεννά μέσα μου κάτι σαν χαύνο όνειρο, που οι ενότητές του είναι δόντια, μαλλιά, μύτη, λιγνάδα, γάμπες με κάλτσες μακριές, που δεν είναι δικές μου, χωρίς όμως και να ανήκουν σε κανέναν άλλον εκτός από μένα: να με λοιπόν σε κατάσταση ανησυχητικής οικειότητας: βλέπω τη ρωγμή του υποκειμένου (εκείνο ακριβώς για το οποίο το ίδιο το υποκείμενο δεν μπορεί να πει τίποτε). Έτσι η φωτογραφία της νιότης είναι συγχρόνως πολύ αδιάκριτη (είναι το μέσα σώμα μου που παραδίδεται για ανάγνωση) και πολύ διακριτική (δεν μιλάει για «μένα»).
Δεν πρόκειται, επομένως, να βρούμε εδώ παρά μόνο τις εικονίσεις μιας προϊστορίας του σώματος -ανακατεμένες με το οικογενειακό μυθιστόρημα- του σώματος αυτού που πορεύεται προς την εργασία, την απόλαυση της γραφής.
Ποιο θα είναι το πρόσωπο του μεταϊστορικού ανθρώπου; Στο τέλος της ιστορίας θα ξαναβρούμε το ζώο, όπως παρουσιάζουν οι τελευταίοι διαλεκτικοί και ο αρχαίος μεσσιανισμός; Ανθρωπόμορφη ζωότητα και θηριόμορφη ανθρωπινότητα θα αποτελέσουν τον κινητό μεταϊστορικό ορίζοντά μας; Ο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν, συνομιλώντας με την ποίηση του Ράινερ Μαρία Ρίλκε και τον φιλοσοφικό στοχασμό του Μάρτιν Χάιντεγκερ και εκκινώντας από τις φιλοσοφίες της σύζευξης ανθρώπου-ζώου, ερευνά το «πρακτικό και πολιτικό μυστήριο» της διάζευξης του ανθρώπινου από το ζωικό. Για τον Ιταλό φιλόσοφο, «η αποφασιστική πολιτική σύγκρουση, η οποία διέπει κάθε άλλη σύγκρουση είναι, στον πολιτισμό μας, εκείνη μεταξύ της ζωότητας και της ανθρωπινότητας» και επομένως «να εργαστούμε πάνω σε αυτές τις διαιρέσεις, να αναρωτηθούμε με ποιον τρόπο -στον άνθρωπο- ο άνθρωπος χωρίστηκε από τον μη-άνθρωπο και το ζωικό από το ανθρώπινο, είναι ζήτημα περισσότερο επιτακτικό και επείγον από το να τοποθετηθούμε σχετικά με τα μεγάλα ζητήματα, τις λεγόμενες ανθρώπινες αξίες και ό,τι αποκαλούμε ανθρώπινα δικαιώματα». Εμβαθύνει έτσι από μια άλλη οπτική στην έννοια της ζωής και εξετάζει το κριτικό κατώφλι που παράγει το ανθρώπινο, την ανθρωπολογική μηχανή που αποφασίζει και ανασυνθέτει κάθε φορά τη σύγκρουση μεταξύ του ανθρώπου και του ζώου. (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies έτσι ώστε να μπορούμε να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες cookie αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η αναγνώρισή σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπό μας και η βοήθεια της ομάδας μας να κατανοήσει ποιες ενότητες του ιστότοπου θεωρείτε πιο ενδιαφέρουσες και χρήσιμες.
Τα απολύτως απαραίτητα cookie πρέπει να είναι ενεργοποιημένα ανά πάσα στιγμή, ώστε να μπορούμε να αποθηκεύσουμε τις προτιμήσεις σας για τις ρυθμίσεις cookie.
If you disable this cookie, we will not be able to save your preferences. This means that every time you visit this website you will need to enable or disable cookies again.
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Google Analytics για τη συλλογή ανώνυμων πληροφοριών, όπως ο αριθμός των επισκεπτών στον ιστότοπο και οι πιο δημοφιλείς σελίδες.
Η διατήρηση αυτού του cookie ενεργοποιημένου μας βοηθά να βελτιώσουμε τον ιστότοπό μας.
Please enable Strictly Necessary Cookies first so that we can save your preferences!