“Σ’ εμάς τους γέρους τι μας έχει μείνει πια; Μόνο ο Καρλίτος Σαντάνα” σκέφτηκε ο βετεράνος και θυμήθηκε έναν άλλο ηλικιωμένο που, πριν από σαράντα χρόνια, είχε την ίδια σκέψη. το μόνο που διέφερε, ήταν το επώνυμο, καθώς και το γεγονός ότι το είχε πει ενώ έβαζε να πιει ένα ποτήρι κρασί.
“Σ’ εμάς τους γέρους τι μας έχει μείνει πια; Μόνο ο Καρλίτος Γαρδέλ – στην υγειά σου, Morocho” είχε αναστενάξει τότε ο παππούς του, κοιτάζοντας με νοσταλγία το ρουμπινένιο χρώμα του κρασιού.
“Αυτό ήταν όλο” θυμήθηκε ο βετεράνος. “Την άλλη μέρα, ο παππούς τίναξε τα μυαλά του στον αέρα μ’ ένα τριανταοχτάρι Smith and Wesson, το ίδιο σιδερικό που το ‘χω φυλάξει τόσες δεκαετίες πεντακάθαρο και λαδωμένο, με τις έξι σφαίρες του στη θαλάμη, τυλιγμένο σ’ ένα μαυροκόκκινο βελούδινο πανί, άτρωτο απ’ την υγρασία, τους σκώρους και τη λήθη.”
Σ’ ένα παλιό συνεργείο, σε μια λαϊκή γειτονιά τον Σαντιάγο, τρεις εξηντάχρονοι φίλοι περιμένουν ανυπόμονα την άφιξη ενός άνδρα.
Ο Κάτσο Σαλίνας, ο Λάλο Γαρμενόια και ο Λούτσα Αρανσίβια, τρεις παλιοί αγωνιστές της Αριστεράς, ηττημένοι από το στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοτσέτ, καταδικασμένοι στην εξορία και τον ξεριζωμό, ξανασυναντιούνται τριάντα πέντε χρόνια αργότερα, με πρωτοβουλία του Πέδρο Νολάσκο, ενός παλιού συντρόφου που τον περιμένουν για να τεθούν υπό τις διαταγές του και να προβούν σε μια παράτολμη επαναστατική πράξη.
Ο Νολάσκο, όμως, ενώ κατευθύνεται προς το συνεργείο, βρίσκει ένα θάνατο γκροτέσκο, χτυπημένος από την τυφλή μοίρα με τη μορφή ενός πικάπ που πετιέται από ένα παράθυρο μετά από έναν βίαιο συζυγικό καβγά.
Κι ενώ όλα έδειχναν ότι μετά το θάνατο τον αρχηγού το σχέδιο θα ματαιωνόταν, ο Γαρμενδία πλησίασε τους συντρόφους του και τους απευθύνθηκε με την αγαπημένη φράση του νεκρού συντρόφου: “Λοιπόν, παιδιά; Είστε;”.