Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα
€18.80 €17.00
Πήχτωνε το βράδυ. Λιγόστεψε κι ο αχός απ’ τα κυπαρίσσια. Ανάψανε οι λαµπάδες τ’ ουρανού. Όλα ήταν γάλα… γάλα… λουλάκι… και σπίθες. Το ποτάµι µουρµούριζε µες στον ύπνο του κρυφά παραµιλητά. Το παιδί κείνο το βράδυ δεν κοιµήθηκε… ολόκληρο το βράδυ. Έγραψε το πιο πικρό, το πιο µεγάλο του παραµύθι…
Την αυγή ξεκίνησε. Ήταν… παρηγορηµένο. Είχε καταφέρει όλη τη νύχτα να µετρήσει τ’ άστρα… Να τα µετρήσει όλα… σιγά σιγά… ένα ένα… Όλα… Και τα βρήκε σωστά.
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική πεζογραφία
Πότε διάβολος πότε άγγελος
Ακρίβος Κώστας€15.50€14.00Ένας άντρας μεγαλώνει, ζει και πεθαίνει χωρίς ποτέ να μάθει ποιος ήταν ο πατέρας του – ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ένας άλλος θα περάσει όλη του τη ζωή αγαπώντας λάθος άνθρωπο για πατέρα – Μήτρος Αγραφιώτης το όνομά του. Οι δρόμοι τους θα συναντηθούν στα αίματα και στις θυσίες της επανάστασης του ΄21. Τους ενώνει ο πόθος για την ελευθερία της πατρίδας, αλλά και κάτι βαθύτερο που ο ένας το αγνοεί και ο άλλος το αποσιωπά επίτηδες.
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν πια εκείνο που έχει μείνει απ΄ όλα αυτά είναι ένα αμήχανο αίσθημα ευγνωμοσύνης, το ερώτημα συνεχίζει να βασανίζει τον αφηγητή από την παιδική του ακόμη ηλικία: ήρωας γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Τότε είχε αντικρίσει έναν αχαμνό άντρα που σερνόταν μες στην κάμαρα φορώντας ένα λερό κίτρινο κεφαλομάντιλο που έπεφτε στο πλάι του προσώπου του και έδινε στη χλωμή φυσιογνωμία του μια διαβολική έκφραση. Και όμως, αυτός ο άντρας, καταπώς θα γράψει χρόνια αργότερα στα Απομνημονεύματά του ο γιατρός, παρά την ανημποριά του, κάθε τόσο πεταγόταν από το στρώμα του και καβαλούσε το άλογο με τέτοια ορμή, που θα κάνει τον Μίλινγκεν να ομολογήσει: «Τι θαυμαστή επίδραση έχει κάποτε το πάθος επάνω στο κορμί!».
- Ελληνική πεζογραφία
Ναυμαχία
Νίκος Κυριαζής€16.00€14.40“Όπως και στο Αρτεμίσιο, πρώτα ακούσαμε τον εχθρικό στόλο, μετά τον είδαμε. Σιγά στην αρχή, μια βουή που όλο δυνάμωνε έφτανε στα αυτιά μας, βουή από κύμβαλα και ταμπούρλα, βαρβαρικά τραγούδια, παφλασμό από κουπιά, χιλιάδες κουπιά που ρυθμικά όργωναν τη θάλασσα. Πλησίαζε η βουή, υπόκωφη, τρανή, φούντωνε, λες και ένας γίγαντας ερχόταν ή κάποιο τεράστιο θαλάσσιο τέρας, που η ανάσα του αντιλαλούσε στους χαμηλούς λόγγους της Σαλαμίνας. Τότε, ενώ η βουή μεγάλωνε, πιο κοντά, από τα αθηναϊκά πλοία, πρώτα νομίζω από το πλοίο του Θεμιστοκλή, στο κέντρο της αθηναϊκής μοίρας, ακούστηκε τραγούδι, ο παιάν της μάχης, το τραγούδι της ελεύθερης Ελλάδας, μια πρόκληση για το βαρβαρικό πλήθος. Δυνάμωσε ο παιάν, όταν τα πληρώματα και των άλλων πλοίων έσμιξαν στο τραγούδι, απλώθηκε σαν ένα αόρατο πέπλο πάνω από όλο τον ελληνικό στόλο, καθώς όλοι οι Έλληνες τραγουδούσαν το ίδιο τραγούδι της λευτεριάς, τραγουδούσαν την πίστη τους στην πατρίδα, στους θεούς της Ελλάδας, τραγουδούσαν στην κοινή γλώσσα τους τον κοινό αγώνα, την κοινή ελπίδα”.
Τέλος μιας εποχής, αυγή νέας. Αθλητικοί αγώνες, συνωμοσίες, επαναστάσεις, πολιτικές συγκρούσεις, πόλεμοι, η γέννηση της δημοκρατίας και ο περσικός κίνδυνος που πλησιάζει.
Αθλητές και ποιητές, στρατηγοί και φιλόσοφοι, ήρωες και προδότες, τύραννοι και δημοκράτες, έμποροι και πειρατές, περήφανες ελεύθερες γυναίκες και όμορφες δούλες, Έλληνες και Πέρσες. Ο Νικομήδης, ένας από τους μεγάλους της γενιάς της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και των Περσικών Πολέμων, διηγείται τη ζωή του από την Ολυμπιάδα του 524 π.Χ. μέχρι τη Σαλαμίνα και τον αγώνα ενός λαού για ελευθερία και δημοκρατία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) - Ελληνική πεζογραφία
Λούνικ ΙΙ
Βασίλης Βασιλικός€4.00εκδόσεις Πλειάς 1974
σχεδιασμός κουβερτούρας: Αλέκος Φασιανός
υπογραμμισμένο
- Ελληνική πεζογραφία
Βάρδια
Νίκος Καββαδίας€17.00€15.30Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, (1910-1975), έγινε πολύ νωρίς γνωστός στην Ελλάδα με την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Μαραμπο», που εκδόθηκε το 1933 και που για καιρό πλήθος ναυτικοί την ήξεραν απέξω. Διατήρησε σ’ όλη του τη ζωή το παρωνύμιο «Μαραμπού» – το όνομα του κακοσήμαδου και καταραμένου πουλιού που είχε διαλέξει στα είκοσί του χρόνια για να συμβολίσει τον εαυτό του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο λόγος, για τον οποίο δημοσίευσε τη «Βάρδια», το 1954, προτού σωπάσει για είκοσι χρόνια, ήταν να εξερευνήσει ένα νέο εκφραστικό τρόπο. Ονειρεύτηκε εν συνεχεία -ή καμώθηκε πως ονειρεύτηκε- να γράψει απομνημονεύματα. «Μα θα με σκοτώσουν αν τα διηγηθώ όλα», συνήθιζε να λέει. Στην πραγματικότητα, η ίδια η «Βάρδια» ήταν μυθιστόρημα, ποίημα και αναμνήσεις συγχρόνως. Μέσα στο βιβλίο υπάρχει καταρχάς η ιστορία ενός ταξιδιού. Στη θάλασσα της Κίνας, ένα παμπάλαιο φορτηγό, σαραβαλιασμένο -ένα από κείνα τα σαπιοκάραβα που είχαν ήδη πουληθεί για παλιοσίδερα και που οι έλληνες εφοπλιστές τα πήγαιναν για επιδιόρθωση στο Ρότερνταμ και ύστερα τά ‘βαζαν να γυρίζουν τις θάλασσες για χρόνια ακόμα- έχει βάλει πλώρη για το Σαντούν. Αλλά το ουσιώδες έγκειται στις συνομιλίες. Σ’ αυτές ακριβώς θεμελιώνεται το έργο. Στις ατελείωτες ώρες της βάρδιας, οι ναυτικοί -ο θερμαστής, ο καπετάνιος ή ο ασυρματιστής, όπως ήταν ο συγγραφέας- αναμασούν από κοινού την κατάστασή τους. Τη ζωή τους την αντιλαμβάνονται ως κατάρα, αλλά μια κατάρα που την αποδέχονται και την επιζητούν: δεν υπάρχει γι’ αυτούς χειρότερη δυστυχία από τη ζωή στη στεριά, την αναγκαστική αργία, την αποχώρηση που τους θάβουν ζωντανούς. Υπάρχει μια παράδοξη διαλεκτική αγάπης και μίσους, δυσπιστίας και συνενοχής ανάμεσα σ’ αυτούς τους ναυτικούς και το πλοίο τους: αιχμάλωτοι και ξεριζωμένοι μαζί, απεχθάνονται καθετί που θα μπορούσε να τους ελευθερώσει, να σταματήσει την πορεία τους. Μέσω των συζητήσεών τους εισάγονται στην αφήγηση ανέκδοτα και αναμνήσεις – μια ολόκληρη σειρά από ιστορίες, εκτεταμένες ή σύντομες, κωμικές ή φρικιαστικές, πάντα συναρπαστικές, που συνιστούν ένα δεύτερο πλάνο του έργου. Τις πιο μακριές αφηγήσεις τις κάνει ο ασυρματιστής που εκπροσωπεί σαφώς το συγγραφέα και εξάλλου ονομάζεται Νικόλας, όπως εκείνος. Όταν η αφήγηση περνάει στο πρώτο πρόσωπο, περίπου στη μέση του βιβλίου, το μυθιστόρημα φτάνει στην αρτίωσή του. Με το τέχνασμα αυτό αποκτά, πρώτα πρώτα, μια λυρική διάσταση: ένα πλήθος από ονειροπολήσεις ή φαντασιώσεις εκφράζονται, μέσω αληθινών ποιημάτων, σε πρόζα. Αλλά κυρίως το μυθιστόρημα παίρνει τώρα οριστικά ένα χαρακτήρα εξομολόγησης. Εξάλλου, όλες οι αφηγήσεις των ναυτικών είναι επίσης εξομολογήσεις, που αποσπώνται από χείλη που μοιάζουν να μη θέλουν να τις κάνουν. Οι εξομολογήσεις του ασυρματιστή, που είτε τραβούν σε μάκρος είτε, εντελώς αντίθετα, κομματιάζονται και ολοκληρώνονται στα κλεφτά, με αποσπάσματα στη μέση άλλων αφηγήσεων, κυριαρχούν στο έργο. Ένα αίσθημα ενοχής τεράστιο, εμετικό, αφόρητο αναδίδεται απ’ αυτές: «Ό,τι αγγίζω σαπίζει. Δεν πεθαίνει, σαπίζει». Μέσα σ’ ένα κλίμα συντέλειας του κόσμου, η πατρίδα – Ανατολή δεν επιφυλάσσει στον ταξιδιώτη παρά το θέαμα της ερήμωσης, της πορνείας, της σύφιλης και του θανάτου – καθρέφτη αψευδούς της σήψης του παρελθόντος που έχει μόλις βγει στην επιφάνεια, ακολουθώντας το νήμα των αναμνήσεων. Σ’ αυτό τον τόπο καταγωγής δεν μπορούν καν ν’ αράξουν. Ο αιώνιος πλάνης δεν έχει το δικαίωμα της επιστροφής. Περιπέτεια ξεχωριστή, εξωτική, φαντασμαγορία με χίλια χρώματα, πότε ποιητική, πότε άσεμνη, πότε παραληρηματική. Μα σίγουρα κι ακόμα πιο πολύ, εικόνα πιθανή, εικόνα πολύ αληθοφανής της άχαρης μοίρας μας.