έκδοση του 1995
Οι λόγοι για τους οποίους ξεχωρίζουμε και αγαπάμε έναν δημιουργό σ’ έναν συγκεκριμένο χώρο τέχνης δεν είναι πάντα -ούτε όλοι- ευδιάκριτοι, και για τους άλλους αλλά και για μας. Επιπλέον, τις περισσότερες φορές δεν μένουν αμετακίνητοι. Στο πέρασμα του χρόνου το άθροισμά τους αυξομειώνεται, ορισμένες φορές αλλάζει και η δυναμική μεταξύ τους, τέλος συμβαίνει να αδυνατίζουν ή να δυναμώνουν. Σχετίζονται με πράγματα που διαπλέκονται τόσο έντεχνα ώστε είναι αδύνατον να απομονώσουμε κάποιον, και βέβαια έχουν να κάνουν με το είδος της τέχνης που μας αρέσει περισσότερο ή που ασκούμε εμείς οι ίδιοι. Εδώ ακριβώς ο Τ. Σ. Έλιοτ αναγνωρίζει τον ρόλο του συνηγόρου μάλλον παρά του δικαστή.
Αν το δεχτούμε αυτό, οδηγούμαστε αναπόφευκτα σε ό,τι αποκαλούμε προσωπικό γούστο, είτε πρόκειται για είδος φαγητού π.χ. είτε για μορφή τέχνης.
Η εκτέλεση της συνταγής, με άλλα λόγια η τεχνική, που επικυρώνεται μόνο μετά το γεγονός, εξαρτάται από δεξιότητες, εμπειρίες, ευαισθησία, κι ένα σωρό άλλα ασφαλώς, ίσως ακόμη και από την ηθική, στην ευρύτερη έννοια της λέξης.
Διάλεξα λοιπόν να ανθολογήσω τον Νίκο Καχτίτση για καθαρά προσωπικούς λόγους, και μ’ αυτό εννοώ κυρίως δύο διαφορετικά πράγματα: Πρώτον, την αγάπη μου για το έργο του, τον θαυμασμό και την έκπληξη που μου προκαλούσε και μου προκαλεί πάντα η φαντασία του, η δαιδαλώδης ανέλιξή της και ο ιστός της που, ενώ πλέκεται γύρω σου συστηματικά και υπομονετικά, αντί να σε παγιδεύσει σε ελευθερώνει. Ακόμα, όσα παραλείπει κι όσα κρατάει με επιμονή, το ενδιάμεσο, ακροθιγές χιούμορ και η ειρωνεία της, και τέλος το γεγονός ότι εγώ τουλάχιστον δεν μπόρεσα να ανακαλύψω τον ευκρινή πρόγονό της στην ελληνική πεζογραφία ούτε, ακόμα τώρα, να αφουγκραστώ τον απόηχό της.
Δεύτερον, μια σύντομη αλληλογραφία που κρατήσαμε δύο χρόνια προτού πεθάνει, το 1968, χάρη στην οποία έμαθα πράγματα σε μια ηλικία που τα χρειάζεται. Πολύς καιρός πέρασε από τότε. Αλλά η επικοινωνία που εξασφαλίζει κάποτε η λογοτεχνία δεν θα άξιζε και πολλά αν περιοριζόταν από το απλό γεγονός του θανάτου. Εξάλλου, πρόκειται πράγματι για γεγονός, με την οριστική και αμετάκλητη έννοια που του αποδίδουμε; Ξαναδιαβάζοντας μιαν ακόμη φορά επιστολές και βιβλία, με τη γραμμή που ενώνει τους χρόνους άλλοτε θλιβερά ατέρμονη κι άλλοτε απροσδόκητα λιτή και σύντομη, μου ήρθε να το ρωτήσω κι αυτό…
Δεν θα πω εδώ γιατί πιστεύω ότι οι αγάπες μας μπορεί να αφορούν και άλλους, απαριθμώντας λόγους κι εκτιμήσεις. Ο άλλος -ο αναγνώστης εν προκειμένω- έχει κι αυτός τα δικαιώματά του, καθώς μάλιστα, σε τούτη τη σειρά, φανερά το πρόσωπό του συγχέεται με το πρόσωπο του ανθολόγου. Η πρόταση ελπίζω ότι μπορεί να λειτουργήσει σαν υποκατάσταση. Το δήθεν συμπαγές και κεντρομόλο εγώ, δεν ισχύει πια ούτε για την ανάγνωση της εικόνας αλλά ούτε και για τη δημιουργία της