Aνάμεσα στον Σοπενάουερ και τον Κοντ, τελικά διάλεξα – και, βαθμηδόν, με ένα είδος διαψευσμένου ενθουσιασμού, έγινα θετικιστής? έτσι, έπαψα κατ’ αναλογία να είμαι σοπεναουερικός. Παρά ταύτα, ελάχιστα ξαναδιαβάζω Κοντ, και ποτέ με μιαν απόλαυση απλή, άμεση, αλλά περισσότερο μ’ εκείνη τη λιγάκι διεστραμμένη (σίγουρα έντονη, όταν της έχεις πάρει το κολάι) απόλαυση που νιώθουμε συχνά με τις υφολογικές παραξενιές των εκκεντρικών. Αντίθετα, κανένας φιλόσοφος, εξ όσων γνωρίζω, δεν είναι τόσο άμεσα ευχάριστο και ανακουφιστικό ανάγνωσμα όσο ο Άρτουρ Σοπενάουερ. Δεν πρόκειται καν για κάποια «τέχνη του γραψίματος» κι άλλες τέτοιες μωρολογίες: πρόκειται για τους όρους τους οποίους καθένας θα έπρεπε να μπορεί να πληροί πριν βρει το θράσος να προτείνει τη σκέψη του στο κοινό. Το έργο του Μισέλ Ουελμπέκ σημαδεύεται από τη σκέψη του Σοπενάουερ. Ο Ουελμπέκ δεν παύει να επικαλείται τον φιλόσοφο για να αναγγείλει την παρακμή της ανθρωπότητας και τον τελικό αφανισμό της. Ο μυθιστοριογράφος βρίσκει επίσης στη σκέψη αυτή μια επιβεβαίωση της θεώρησής του για την αγάπη ως ανέφικτη, ως απάτη. Συνολικά, ο κόσμος κατά Σοπενάουερ αποτελεί για τον Ουελμπέκ την πιο ενδεδειγμένη σύλληψη για να καταλάβουμε τι ζούμε, κι ακόμα περισσότερο τι μας περιμένει. Σε αυτό το ανέκδοτο κείμενο, μπορούμε να δούμε τη σχέση που διατηρεί ο Ουελμπέκ με τη φιλοσοφία και πώς τροφοδοτεί αυτή το έργo του.