Κρητικός Πόλεμος (1645-1669)
€17.00 €15.30
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
Γιάννης Μαυρομάτης
Ειρήνη Λυδάκη
Ειρήνη Παπαδάκη
Διαθεσιμότητα: Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας
Σχετικά προϊόντα
- Ελληνική πεζογραφία
Flora Mirabilis
Κλαίρη Μητσοτάκη€12.72€11.50Στ’ Ανώγεια, στους γάμους πηγαίνουν κανίσκι. Βάζουνε τα τρόφιμα σε μια σακούλα, τη σηκώνουνε στους ώμους και πάνε.
Παντρευόταν κάποιος που είχε γυρέψει τη Φράγκα, αλλ΄εκείνη ήταν δύσκολη και δεν ήθελε να παντρευτεί. Το κανίσκι έπρεπε να το πάει αυτή, που ήταν η πο μεγάλη, αλλά ήταν μαλωμένη με τον πατέρα της, είχε πεισμώσει και δεν ήθελε να πάει.
Λέει της Αλεξάντρας ο πατέρας της: “Πήγαινε να πεις της Φράγκας να σηκωθεί να πάρει το κανίσκι και να το πάει”. Της το λέει η Αλεξάντρα, αλλά εκείνη ήταν αμετάπειστη. “Πάρε το να το πας εσύ”, της λέει της Αλεξάντρας ο πατέρας της. Εκείνη ντύνεται, παίρνει το κανίσκι και το πάει. Όμως αισθανόταν άσχημα που το πήγαινει αυτή, η μικρότερη. - Ιστορία
Αναγνώριση της νήσου Κρήτης
Philippe De Bonneval - Mathieu Dumas€20.00€18.00Μια ανέκδοτη μυστική έκθεση του 1783 Με χάρτη της Κρήτης και σχέδια των οχυρώσεων της.
Οι γνωστές μέχρι σήμερα ιστορικές πηγές, που αφορούν την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη (1669 – 1821) παρουσιάζουν πολλά κενά. (…) Η σημασία επομένως ανέκδοτων κειμένων, όπως η «Αναγνώριση της νήσου Κρήτης», που εντοπίσαμε στα Εθνικά Αρχεία της Γαλλίας και στα Ιστορικά Αρχεία του Στρατού Ξηράς στο Παρίσι και παρουσιάζουμε σ’ αυτό το βιβλίο, είναι προφανής. Η έκθεση αυτή ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1784 από δύο απεσταλμένους της Γαλλίας, τον Μπονεβάλ και τον Ντυμά, που πήγαν στην Κρήτη στα τέλη του 1783. Σκοπός του ταξιδιού τους, το οποίο έγινε στα πλαίσια μυστικής αποστολής στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν η συγκέντρωση πληροφοριών για τα οχυρά και τις στρατιωτικές δυνάμεις του νησιού, τη διοίκηση, τον πληθυσμό, τη γεωργική παραγωγή και γενικότερα την οικονομία.
- Ιστορία
Οικόπεδο Πανταχόθεν Ελεύθερο.
Γήσης Παπαγεωργίου€19.00€17.10“Τους Κρητικούς στην Κρήτη δεν τους έβανε ο Θεός ούτε ξεφυτρώσανε απ’ το χώμα όπως το σταμναγκάθι κι οι αβρονιές. Απ’ αλλού ξεκινήσανε κι αλλού πηγαίνανε και πετύχανε στον δρόμο τους την Κρήτη και την εκάτσανε. […] Πιάσανε όλοι μαζί και κοιτάζανε την Κρήτη. Και τότε ανακαλύψανε πως, εκεί που ήτανε φουνταρισμένη στη Μεσόγειο, έμοιαζε με αεροπλανοφόρο. – Τα αεροπλάνα όμως δεν έχουνε εφευρεθεί ακόμα. – Θα ‘ρθει κι η ώρα τους. Διότι, σου λέει ο πάσα ένας ο ενδιαφερόμενος για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου, σιγά μην κάθομαι να περιμένω την εφεύρεση. Ας έχω εγώ το αρμόδιο εργαλείο κι όταν εφευρεθούνε τα ιπτάμενα να ‘χω πού να τα βάλω”. “Στην Ιστορία μπαίνεις, άμα ποτέ σου δοθεί η ευκαιρία, με δυο τρόπους. Ο ένας είναι να μπεις από την πόρτα την καλή, όρθιος, καμαρωτός και να σου βαράνε και παλαμάκια. Ο άλλος είναι να στηθείς όξω από την πόρτα υπηρεσίας, να περιμένεις να σκοτεινιάσει κι όταν θα βγάλουνε τον ντενεκέ με τα σκουπίδια για να τον αδειάσουνε, να σαλτάρεις στον άδειο σκουπιδοντενεκέ κι εκεί να μείνεις. […] Τι να την κάνω τη νίκη σου, ρε κακομοίρη, όταν δε νοιώθεις να βάνεις και μια στάλα μεγαλείο δίπλα της; Η νίκη για να μετρήσει θέλει μεγαλείο. Ψυχής μεγαλείο, βουβό. Όχι καραμούζες, τούμπανα, παράτες και νάιλον στεφάνια. Νίκη χωρίς μεγαλείο είναι έγκλημα”.
- Ελληνική πεζογραφία
Το δέντρο
Παντελής ΠρεβελάκηςΟ Κρητικός, βιβλίο πρώτο€14.71€13.30Από την ισκιαδερή μεριά του Ψηλορείτη, πάνω σε μια κορφούλα μέσα στο λαγκάδι του Αμαριού, στέκει ένα θεορατικό χάλασμα που οι ντόπιοι το λένε Μεροβίγλι και που σε περασμένο καιρό είταν βενετικός πύργος. Οι αγριοσυκιές, οι βάτοι κ’ η τσουκνίδα θρασεύουνε στα πόδια του, και τα Όρνια, πούχουν τις φωλιές τους στα ρημάδια, στρινιάζουν κάθε τόσο ψηλά από τα μπεντένια του και φοβερίζουν την ερημιά. Γκρεμισμένες οι καμάρες του, τρύπιοι οι κουμπέδες του, χορταριασμένα τα ντουβάρια. Και μονάχα αντιπαλεύει την υβρισιά του καιρού και του θανάτου μια δρακοντική μονόπετρα, εν’ ανώφλι, με χαραγμένα πάνω του τα λόγια: ΑΡΧΗ ΣΟΦΙΑΣ ΦΟΒΟΣ ΚΥΡΙΟΥ. ΔΟΓΗΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΡΕΒΙΖΑΝΟΣ ΕΤΟΣ ΚΥΡΙΟΥ 1554. Κάθε πρωί, ο αφέντης Ήλιος, όταν καβαλάει το ζυγό του Ψηλορείτη και κορφοκοιτάζει λιόφυτα κι αμπέλια, χτυπάει με τη ματιά του και την πέτρα. Κι αυτή, άσπρη απ’ τις βροχές και παστρική απ’ τους ανέμους, δέχεται γελούμενη το καλημέρισμα και του το γυρίζει σπιθίζοντας.