Μελέτες για την αυταρχική προσωπικότητα
€24.00 €21.60
Η περίφημη Αυταρχική προσωπικότητα, την οποία ο ίδιος ο Αντόρνο θεωρούσε υπόδειγμα συλλογικής επιστημονικής έρευνας, στο μεταίχμιο κοινωνικής φιλοσοφίας, ψυχανάλυσης και εμπειρικής ψυχολογίας, παραμένει μέχρι σήμερα η σημαντικότερη ίσως και αναμφίβολα η πιο προκλητική προσπάθεια συσχέτισης των υποκειμενικών διαστάσεων της επιρρέπειας στον πολιτικό αυταρχισμό με τα αντικειμενικά γνωρίσματα των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών. Ο ανά χείρας τόμος περιλαμβάνει τις συμβολές του Αντόρνο στο μνημειώδες αυτό εγχείρημα που σφράγισε την κοινωνική και πολιτική ψυχολογία των μεταπολεμικών χρόνων, αποτελώντας συγχρόνως πρωτοποριακή έκφραση των αντιλήψεων της λεγόμενης πρώτης γενιάς της Σχολής της Φρανκφούρτης για μια εφαρμοσμένη κριτική θεωρία της κοινωνίας.
Διαθεσιμότητα: 1 σε απόθεμα
Σχετικά προϊόντα
- Φιλοσοφία
Το αδιανόητο τίποτα.
Στέλιος Ράμφος«Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών» είναι η φημισμένη ανθολογία ασκητικών κειμένων, που οργώνει αμέσως ή εμμέσως της συνειδήσεως των ορθοδόξων χριστιανών τους τελευταίους δύο και πλέον αιώνες. Δεν είναι έργο με αναφορά το παρελθόν. Μέσα από τις σελίδες της ενάγει ο δρόμος για να κατανοήσουμε δυσνόητα χαρακτηριστικά του συλλογικού μας προσώπου μαζί με καθοριστικές ιδέες και αξίες μας. Μας δίνει την δυνατότητα να θεμελιώσουμε επιστημονικά μια νεοελληνική ανθρωπολογία, που οδυνηρά μας λείπει, δημιουργώντας μόνιμη κρίση πολιτισμού. Μέσα από «Το Αδιανόητο Τίποτα» ο Στέλιος Ράμφος ερμηνεύει τα αντιπροσωπευτικότερα κείμενα της Φιλοκαλίας και τα συνδέει με μεγάλα προβλήματα του σύγχρονου πολιτισμού
- Ισπανική-Ισπανόφωνη
Να σου πω μια Ιστορία
Jorge BucayΔιηγήσεις που με έμαθαν να ζω€15.80€14.20“Δεν μπορώ” του είπα. “Δεν μπορώ!”
“Σίγουρα;” με ρώτησε αυτός.
“Ναι. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να σταθώ μπροστά της και να της πω τι νιώθω… Ξέρω, όμως, ότι δεν μπορώ.”
Ο Χοντρός κάθισε σαν τον Βούδα πάνω σ’ εκείνες τις φριχτές μπλε πολυθρόνες του γραφείου του. Χαμογέλασε, με κοίταξε στα μάτια και, χαμηλώνοντας τη φωνή όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε να τον ακούσουν προσεκτικά, μου είπε:
“Να σου πω μια ιστορία…”
Και χωρίς να περιμένει να συμφωνήσω, ο Χόρχε άρχισε να αφηγείται.
Ο Ντεμιάν είναι ένας ανήσυχος νεαρός φοιτητής που προσπαθεί να ανακαλύψει τον εαυτό του. Οι αναζητήσεις του τον κατευθύνουν στον “Χοντρό”, έναν πολύ ιδιόρρυθμο ψυχαναλυτή που τον βοηθά να αντιμετωπίσει τη ζωή και να βρει απαντήσεις στα ερωτήματά του με έναν τρόπο πολύ πρωτότυπο: σε κάθε συνάντηση, του διηγείται από μία ιστορία, κλασική ή μοντέρνα, “ανατολίτικη” ή “δυτικότροπη”, που πηγάζει από τη λαϊκή προφορική παράδοση ή απευθείας από τη φαντασία του “Χοντρού”. Οι ιστορίες αρχίζουν να λειτουργούν ως παραβολές, και ο Ντεμιάν κατασιγάζει τις αγωνίες και τις ανασφάλειές του, ωριμάζοντας μάλλον, παρά βρίσκοντας “έτοιμες λύσεις” και “συνταγές ευτυχίας”… Οι σχέσεις μεταξύ θεραπευτή και θεραπευομένου δεν είναι -ούτε αυτές- συμβατικές και αναμενόμενες. Καβγάδες, διαφωνίες, συμπάθεια, αντιπάθεια, μίσος και αγάπη αφήνονται ελεύθερα να εκφραστούν, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο δύο μοναδικούς λογοτεχνικούς ήρωες με σάρκα και οστά, προσφιλείς και οικείους στον αναγνώστη. Καμία σχέση εδώ με το στερεότυπο του ψυχαναλυτικού ντιβανιού και του οριζοντιωμένου πάσχοντος. Ο διάλογος και η ανταλλαγή εμπειριών και απόψεων, διανθισμένος με εξαιρετικές αφηγήσεις ιστοριών, τοποθετούν το Να σου πω μια ιστορία στην κατηγορία των λογοτεχνικών βιβλίων, ασχέτως εάν, παγκοσμίως, τοποθετείται κάτω από την ετικέττα: “Βιβλία αυτογνωσίας και αυτοβοήθειας”. - Παλαιά-Μεταχειρισμένα
Ρολάν Μπαρτ απο τον Ρ. Μπ.
Roland Barthes€10.00έκδοση του 1977
Να, για ν’ αρχίσουμε, μερικές εικόνες: είναι το μερίδιο της τέρψης που ο συγγραφέας προσφέρει στον εαυτό του τελειώνοντας το βιβλίο του. Πρόκειται για μια τέρψη γοητείας (και κατά συνέπεια αρκετά εγωιστική). Έχω κρατήσει μόνο τις εικόνες που με συγκλονίζουν, χωρίς να ξέρω το γιατί (η άγνοια αυτή είναι χαρακτηριστικό της γοητείας, κι ό,τι πω για κάθε εικόνα δεν θα είναι παρά φανταστικό).
Ωστόσο, θα πρέπει να το παραδεχτώ, μόνον οι εικόνες της νιότης μου με γοητεύουν. Η νιότη μου δεν ήταν δυστυχισμένη, κι αυτό χάρη στη στοργή που με περιέβαλλε. Ήταν όμως αρκετά άχαρη, εξαιτίας της μοναξιάς και της υλικής σφίξης. Δεν είναι λοιπόν η νοσταλγία κάποιας ευτυχισμένης εποχής που με κάνει να στέκομαι μαγεμένος μπροστά σ’ αυτές τις φωτογραφίες, αλλά κάτι πιο συγκεχυμένο.
Όταν ο ρεμβασμός (η έκπληξη) συνθέτει την εικόνα σαν κάτι το ξεχωριστό, όταν τη μετατρέπει σε αντικείμενο μιας άμεσης απόλαυσης, δεν έχει πια καμιά σχέση με τη σκέψη -ακόμα κι αν αυτή είναι ονειροπόλα- μιας ταυτότητας. Ταράζεται και μαγεύεται από ένα όραμα που δεν είναι καθόλου μορφολογικό (δεν μοιάζω ποτέ με τον εαυτό μου), αλλά μάλλον οργανικό. Καθώς περικλείνει όλο το γονεϊκό πεδίο, η εναλλαγή των εικόνων δρα σαν ένα μέντιουμ και με βάζει σ’ επαφή με το «Εκείνο» του σώματός μου. Γεννά μέσα μου κάτι σαν χαύνο όνειρο, που οι ενότητές του είναι δόντια, μαλλιά, μύτη, λιγνάδα, γάμπες με κάλτσες μακριές, που δεν είναι δικές μου, χωρίς όμως και να ανήκουν σε κανέναν άλλον εκτός από μένα: να με λοιπόν σε κατάσταση ανησυχητικής οικειότητας: βλέπω τη ρωγμή του υποκειμένου (εκείνο ακριβώς για το οποίο το ίδιο το υποκείμενο δεν μπορεί να πει τίποτε). Έτσι η φωτογραφία της νιότης είναι συγχρόνως πολύ αδιάκριτη (είναι το μέσα σώμα μου που παραδίδεται για ανάγνωση) και πολύ διακριτική (δεν μιλάει για «μένα»).
Δεν πρόκειται, επομένως, να βρούμε εδώ παρά μόνο τις εικονίσεις μιας προϊστορίας του σώματος -ανακατεμένες με το οικογενειακό μυθιστόρημα- του σώματος αυτού που πορεύεται προς την εργασία, την απόλαυση της γραφής. - Κλασική γραμματεία
Τα όρια του αγαθού και του κακού-De finibus bonorum et malorum
Κικέρων€20.00€18.00Τὸ De finibus bonorum et malorum γράφτηκε μέσα σὲ λίγους μῆνες καὶ ὁλοκληρώθηκε τὸν Ἰούνιο τοῦ 45 π.Χ., ὅταν ὁ Κικέρων ἦταν 61 ἐτῶν. Θέμα τοῦ ἔργου ἀποτελεῖ μιὰ ἐκδοχὴ τοῦ σωκρατικοῦ ζητήματος «πῶς πρέπει νὰ ζοῦμε». Κεντρικὸ εἶναι τὸ ἐρώτημα ποιὸ θεωρεῖται τὸ μεγαλύτερο ἀγαθὸ (finis bonorum, summum bonum) ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε καὶ ποιὸ τὸ μεγαλύτερο κακὸ ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε (finis malorum, summum malum). Οἱ ἀπαντήσεις δίνονται σὲ τρεῖς διαλόγους ἑνωμένους μεταξύ τους, στοὺς ὁποίους παρουσιάζονται κριτικὰ οἱ ἠθικὲς θεωρίες τοῦ Ἐπίκουρου (βιβλία I–II), τῶν στωικῶν (III–IV) καὶ τοῦ πλατωνικοῦ Ἀντίοχου (V). Συνεκτικὸ στοιχεῖο εἶναι ἡ σκεπτικιστικὴ μέθοδος τοῦ Κικέρωνα, ὁ ὁποῖος δηλώνει ὅτι ἐμπνέεται ἀπὸ τὸν Σωκράτη καὶ τὴ σκεπτικὴ Ἀκαδημία (τοῦ Ἀρκεσίλαου καὶ τοῦ Καρνεάδη). Τὸ ἔργο φιλοξενεῖ ἔτσι ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐξεταζόμενες ἠθικὲς θεωρίες καὶ αὐτὴ τῆς σκεπτικῆς Ἀκαδημίας, ὅπως τὴν ἀντιλαμβανόταν ὁ Κικέρων. Ἡ συγκεκριμένη στάση ἀποτυπώνεται στὴ διαλογικὴ μορφὴ τοῦ ἔργου, στὴν ἐξέταση τῆς πειστικότητας τῶν ἠθικῶν θεωριῶν (ἔλεγχος) καὶ στὸ ἀπορητικὸ τέλος του. Τὸ De finibus συγκαταλέγεται στὰ πολυτιμότερα κείμενα τῆς ἀρχαίας ἠθικῆς φιλοσοφίας ὄχι μόνο ὡς βασικὴ πηγὴ τῶν ἑλληνιστικῶν ἠθικῶν θεωριῶν ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐνδελεχὴ διερεύνηση τῶν ἠθικῶν ἐρωτημάτων καὶ τῶν δυνατῶν ἀπαντήσεων, ἡ ὁποία ἐμπλέκει τὸν ἀναγνώστη μὲ τρόπο ἀνάλογο τῶν σωκρατικῶν διαλόγων.